Ancient Greek-English Dictionary Language

τραγικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τραγικός τραγική τραγικόν

Structure: τραγικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tra/gos

Sense

  1. of or like a goat, goatish
  2. of or for tragedy, tragic, tragic
  3. tragic, stately, majestic
  4. in tragic style, plaintive
  5. in tragic style or fashion
  6. in splendour

Examples

  • τῆσ δὲ κατὰ τοῦτον ὀρχήσεωσ τῆσ τραγικῆσ καλουμένησ πρῶτοσ εἰσηγητὴσ γέγονε Βάθυλλόν φησιν Ἀλεξανδρεύσ, ὅν φησι παντομίμουσ ὀρχήσασθαι Σέλευκοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 371)
  • τοῦτον τὸν Βάθυλλόν φησιν Ἀριστόνικοσ καὶ Πυλάδην, οὗ ἐστι καὶ σύγγραμμα περὶ ὀρχήσεωσ, τὴν Ἰταλικὴν ὄρχησιν συστήσασθαι ἐκ τῆσ κωμικῆσ, ἣ ἐκαλεῖτο κόρδαξ, καὶ τῆσ τραγικῆσ, ἣ ἐκαλεῖτο ἐμμέλεια, καὶ τῆσ σατυρικῆσ ἣ ἐλέγετο σίκιννισ διὸ καὶ οἱ σάτυροι σικιννισταί, ἧσ εὑρετὴσ Σίκιννόσ τισ βάρβαροσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 372)
  • τὸ τοῦ Θησέωσ ἐκεῖνο μιμησόμεθα, καί τι λίνον παρὰ τῆσ τραγικῆσ Ἀριάδνησ λαβόντεσ εἴσιμεν ἐσ τὸν λαβύρινθον ἕκαστον, ὡσ ἔχειν ἀπραγμόνωσ μηρυόμενοι αὐτὸ ἐξιέναι Τίσ οὖν ἂν ἡμῖν Ἀριάδνη γένοιτ̓ ἂν ἢ πόθεν τοῦ λίνου εὐπορήσομεν; (Lucian, 97:8)
  • φέρε γάρ, εἴ τισ ἐπιὼν τὰ συγγράμματα τῶν παλαιῶν ἐκλαμβάνοι τὰ κάκιστα τῶν ἐν αὐτοῖσ, καὶ βιβλίον ἔχοι συντεταγμένον, οἱο͂ν Ὁμηρικῶν στίχων ἀκεφάλων καὶ τραγικῶν σολοικισμῶν καὶ τῶν ὑπ’ Ἀρχιλόχου πρὸσ τὰσ γυναῖκασ ἀπρεπῶσ καὶ ἀκολάστωσ εἰρημένων, ἑαυτὸν παραδειγματίζοντοσ, ἆρ’ οὐκ ἔστι τῆσ τραγικῆσ κατάρασ ἄξιοσ, ὄλοιο θνητῶν ἐκλέγων τὰσ συμφοράσ; (Plutarch, De curiositate, section 10 1:2)
  • ἆρ’ οὐκ ἔστι τῆσ τραγικῆσ κατάρασ ἄξιοσ, ὄλοιο θνητῶν ἐκλέγων τὰσ συμφοράσ; (Plutarch, De curiositate, section 10 5:1)

Synonyms

  1. of or for tragedy

  2. tragic

  3. in splendour

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION