헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τεχνάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τεχνάζω τεχνάσω

형태분석: τεχνάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: te/xnh

  1. to employ art
  2. to use art or cunning, deal subtly, use shifts or subterfuges, to contrive cunningly that

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τεχνάζω

τεχνάζεις

τεχνάζει

쌍수 τεχνάζετον

τεχνάζετον

복수 τεχνάζομεν

τεχνάζετε

τεχνάζουσιν*

접속법단수 τεχνάζω

τεχνάζῃς

τεχνάζῃ

쌍수 τεχνάζητον

τεχνάζητον

복수 τεχνάζωμεν

τεχνάζητε

τεχνάζωσιν*

기원법단수 τεχνάζοιμι

τεχνάζοις

τεχνάζοι

쌍수 τεχνάζοιτον

τεχναζοίτην

복수 τεχνάζοιμεν

τεχνάζοιτε

τεχνάζοιεν

명령법단수 τέχναζε

τεχναζέτω

쌍수 τεχνάζετον

τεχναζέτων

복수 τεχνάζετε

τεχναζόντων, τεχναζέτωσαν

부정사 τεχνάζειν

분사 남성여성중성
τεχναζων

τεχναζοντος

τεχναζουσα

τεχναζουσης

τεχναζον

τεχναζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τεχνάζομαι

τεχνάζει, τεχνάζῃ

τεχνάζεται

쌍수 τεχνάζεσθον

τεχνάζεσθον

복수 τεχναζόμεθα

τεχνάζεσθε

τεχνάζονται

접속법단수 τεχνάζωμαι

τεχνάζῃ

τεχνάζηται

쌍수 τεχνάζησθον

τεχνάζησθον

복수 τεχναζώμεθα

τεχνάζησθε

τεχνάζωνται

기원법단수 τεχναζοίμην

τεχνάζοιο

τεχνάζοιτο

쌍수 τεχνάζοισθον

τεχναζοίσθην

복수 τεχναζοίμεθα

τεχνάζοισθε

τεχνάζοιντο

명령법단수 τεχνάζου

τεχναζέσθω

쌍수 τεχνάζεσθον

τεχναζέσθων

복수 τεχνάζεσθε

τεχναζέσθων, τεχναζέσθωσαν

부정사 τεχνάζεσθαι

분사 남성여성중성
τεχναζομενος

τεχναζομενου

τεχναζομενη

τεχναζομενης

τεχναζομενον

τεχναζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί ταῦτα στρέφει τεχνάζεισ τε καὶ πορίζεισ τριβάσ; (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, antistrophe 11)

    (아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene, antistrophe 11)

유의어

  1. to employ art

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION