Ancient Greek-English Dictionary Language

ταχύπους

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ταχύπους

Structure: ταχυποδ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. swift-footed

Examples

  • καὶ μὴν Δαναῶν ὅδ’ ἀπὸ στρατιᾶσ κῆρυξ, νεοχμῶν μύθων ταμίασ, στείχει ταχύπουν ἴχνοσ ἐξανύων. (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests1)
  • ἡδομέ‐ να δ’ ἄρα, πῶλοσ ὅπωσ ἅμα ματέρι φορβάδι, κῶλον ἄγει ταχύπουν σκιρτήμασι βάκχα. (Euripides, choral, epode6)
  • Αἰγεί̈δη φράσσαι κυναλώπεκα, μή σε δολώσῃ, λαίθαργον ταχύπουν, δολίαν κερδὼ πολύιδριν. (Aristotle, Episode 2:7)
  • τὸν ταχύπουν, ἔτι παῖδα συναρπασθέντα τεκούσησ ἄρτι μ’ ἀπὸ στέρνων, οὐατόεντα λαγὼν ἐν κόλποισ στέργουσα διέτρεφεν ἁ γλυκερόχρωσ Φανίον, εἰαρινοῖσ ἄνθεσι βοσκόμενον. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2071)
  • αἰάζειν ὁ θρασὺσ οὐκ ἔμαθεν ‐ οὐδὲ μὲν οὐδ’ αὐτὸν ταχύπουν Κρόνον· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4215)

Synonyms

  1. swift-footed

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION