Ancient Greek-English Dictionary Language

τακτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τακτικός

Structure: τακτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ta/ssw

Sense

  1. fit for ordering or arranging, especially in war, (substantive) a tactician
  2. (substantive) tactics

Examples

  • οὐ γὰρ ἔφη τακτικὸν εἶναι τὸν Ὁμήρου Νέστορα κελεύοντα κατὰ φῦλα καὶ φρήτρασ συλλοχίζεσθαι τοὺσ Ἕλληνασ, ὡσ φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοισ, δέον ἐραστὴν παρ’ ἐρώμενον τάττειν. (Plutarch, Pelopidas, chapter 18 2:1)
  • καλὸν δὲ καὶ τὸ τακτικὸν εἶναι· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 1 8:1)
  • καὶ τὸ τακτικὸν δὲ εἶναι οὐ τοῦτο μόνον ἡγεῖτο εἴ τισ ἐκτεῖναι φάλαγγα εὐπόρωσ δύναιτο ἢ βαθῦναι ἢ ἐκ κέρατοσ εἰσ φάλαγγα καταστῆσαι ἢ ἐκ δεξιᾶσ ἢ ἀριστερᾶσ ἢ ὄπισθεν ἐπιφανέντων πολεμίων ὀρθῶσ ἐξελίξαι, ἀλλὰ καὶ τὸ διασπᾶν ὁπότε δέοι τακτικὸν ἡγεῖτο, καὶ τὸ τιθέναι γε τὸ μέροσ ἕκαστον ὅπου μάλιστα ἐν ὠφελείᾳ ἂν εἰή, καὶ τὸ ταχύνειν δὲ ὅπου φθάσαι δέοι, πάντα ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα τακτικοῦ ἀνδρὸσ ἐνόμιζεν εἶναι καὶ ἐπεμελεῖτο τούτων πάντων ὁμοίωσ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 5 16:1)
  • Τακτικὸν καὶ Ὁπλομαχικόν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. z'. DHMOKRITOS 16:26)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION