헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σχετλιάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σχετλιάζω σχετλιάσω

형태분석: σχετλιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to complain of hardship, to complain angrily, inveigh bitterly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σχετλιάζω

σχετλιάζεις

σχετλιάζει

쌍수 σχετλιάζετον

σχετλιάζετον

복수 σχετλιάζομεν

σχετλιάζετε

σχετλιάζουσιν*

접속법단수 σχετλιάζω

σχετλιάζῃς

σχετλιάζῃ

쌍수 σχετλιάζητον

σχετλιάζητον

복수 σχετλιάζωμεν

σχετλιάζητε

σχετλιάζωσιν*

기원법단수 σχετλιάζοιμι

σχετλιάζοις

σχετλιάζοι

쌍수 σχετλιάζοιτον

σχετλιαζοίτην

복수 σχετλιάζοιμεν

σχετλιάζοιτε

σχετλιάζοιεν

명령법단수 σχετλίαζε

σχετλιαζέτω

쌍수 σχετλιάζετον

σχετλιαζέτων

복수 σχετλιάζετε

σχετλιαζόντων, σχετλιαζέτωσαν

부정사 σχετλιάζειν

분사 남성여성중성
σχετλιαζων

σχετλιαζοντος

σχετλιαζουσα

σχετλιαζουσης

σχετλιαζον

σχετλιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σχετλιάζομαι

σχετλιάζει, σχετλιάζῃ

σχετλιάζεται

쌍수 σχετλιάζεσθον

σχετλιάζεσθον

복수 σχετλιαζόμεθα

σχετλιάζεσθε

σχετλιάζονται

접속법단수 σχετλιάζωμαι

σχετλιάζῃ

σχετλιάζηται

쌍수 σχετλιάζησθον

σχετλιάζησθον

복수 σχετλιαζώμεθα

σχετλιάζησθε

σχετλιάζωνται

기원법단수 σχετλιαζοίμην

σχετλιάζοιο

σχετλιάζοιτο

쌍수 σχετλιάζοισθον

σχετλιαζοίσθην

복수 σχετλιαζοίμεθα

σχετλιάζοισθε

σχετλιάζοιντο

명령법단수 σχετλιάζου

σχετλιαζέσθω

쌍수 σχετλιάζεσθον

σχετλιαζέσθων

복수 σχετλιάζεσθε

σχετλιαζέσθων, σχετλιαζέσθωσαν

부정사 σχετλιάζεσθαι

분사 남성여성중성
σχετλιαζομενος

σχετλιαζομενου

σχετλιαζομενη

σχετλιαζομενης

σχετλιαζομενον

σχετλιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σχετλιάσω

σχετλιάσεις

σχετλιάσει

쌍수 σχετλιάσετον

σχετλιάσετον

복수 σχετλιάσομεν

σχετλιάσετε

σχετλιάσουσιν*

기원법단수 σχετλιάσοιμι

σχετλιάσοις

σχετλιάσοι

쌍수 σχετλιάσοιτον

σχετλιασοίτην

복수 σχετλιάσοιμεν

σχετλιάσοιτε

σχετλιάσοιεν

부정사 σχετλιάσειν

분사 남성여성중성
σχετλιασων

σχετλιασοντος

σχετλιασουσα

σχετλιασουσης

σχετλιασον

σχετλιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σχετλιάσομαι

σχετλιάσει, σχετλιάσῃ

σχετλιάσεται

쌍수 σχετλιάσεσθον

σχετλιάσεσθον

복수 σχετλιασόμεθα

σχετλιάσεσθε

σχετλιάσονται

기원법단수 σχετλιασοίμην

σχετλιάσοιο

σχετλιάσοιτο

쌍수 σχετλιάσοισθον

σχετλιασοίσθην

복수 σχετλιασοίμεθα

σχετλιάσοισθε

σχετλιάσοιντο

부정사 σχετλιάσεσθαι

분사 남성여성중성
σχετλιασομενος

σχετλιασομενου

σχετλιασομενη

σχετλιασομενης

σχετλιασομενον

σχετλιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION