Ancient Greek-English Dictionary Language

σωτήριος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σωτήριος σωτήριον

Structure: σωτηρι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: swth/r

Sense

  1. saving, delivering, to preserve, bringing safety or deliverance to, more likely to bring safety
  2. deliverance, safety
  3. a thankoffering for deliverance

Examples

  • ὡσ δῆλόν ἐστιν ἐπὶ τῶν γυναικῶν, ὅταν κύωσι, καὶ λίθουσ καὶ γῆν προσφερομένων διὸ καὶ τῶν νοσούντων ταῖσ ὀρέξεσιν οἱ χαρίεντεσ ἰατροὶ προΐσασι τοὺσ ἀσώτωσ ἢ σωτηρίωσ ἔχοντασ· (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 26 6:1)
  • Λεύκιον δὲ Κόϊντον, ἄλλον δημαγωγόν, ἐπαναστάντα τοῖσ Σύλλα πολιτεύμασι καὶ ταράττειν τὰ πράγματα πειρώμενον ἐκ τοῦ καθεστῶτοσ, ἰδίᾳ τε πολλὰ παραμυθούμενοσ καὶ δημοσίᾳ νουθετῶν ἀπέστησε τῆσ πείρασ καὶ κατεστόρεσε τὴν φιλοτιμίαν, ὡσ ἐνῆν μάλιστα πολιτικῶσ καὶ σωτηρίωσ ἀρχὴν νοσήματοσ μεγάλου μεταχειρισάμενοσ. (Plutarch, Lucullus, chapter 5 4:1)

Synonyms

  1. deliverance

  2. a thankoffering for deliverance

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION