Ancient Greek-English Dictionary Language

σύνορος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σύνορος σύνορᾱ σύνορον

Structure: συνορ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. conterminous with, twin-sister

Examples

  • Συνορᾷσ μὲν οὖν Καὶ αὐτὸσ ἐκ τῶν εἰρημένων τὴν διαφοράν εἰ δὲ δεῖ Καὶ καθ’ ἕκαστον ἀποφήνασθαι, Τιβέριον μὲν ἀρετῇ πεπρωτευκέναι τίθημι πάντων, ἐλάχιστα δὲ ἡμαρτηκέναι τὸ μειράκιον Ἆγιν, πράξει δὲ Καὶ τόλμῃ Γάϊον οὐκ ὀλίγῳ Κλεομένουσ ὕστερον γεγονέναι. (Plutarch, Comparison of Agis and Cleomenes and the Gracchi, chapter 5 6:1)
  • "ἆρα ἤδη συνορᾷσ ὅτι μοι μόνην ταύτην ἐλευθέραν καὶ ἀδιάφθορον ἥκεισ κομίζων ; (Plutarch, Artaxerxes, chapter 26 5:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION