헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεξαμαρτάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεξαμαρτάνω συνεξαμαρτήσομαι

형태분석: συν (접두사) + ἐξ (접두사) + ἁμαρτάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다
  1. to have part in a fault, with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξαμαρτάνω

(나는) ~와 비교한다

συνεξαμαρτάνεις

(너는) ~와 비교한다

συνεξαμαρτάνει

(그는) ~와 비교한다

쌍수 συνεξαμαρτάνετον

(너희 둘은) ~와 비교한다

συνεξαμαρτάνετον

(그 둘은) ~와 비교한다

복수 συνεξαμαρτάνομεν

(우리는) ~와 비교한다

συνεξαμαρτάνετε

(너희는) ~와 비교한다

συνεξαμαρτάνουσιν*

(그들은) ~와 비교한다

접속법단수 συνεξαμαρτάνω

(나는) ~와 비교하자

συνεξαμαρτάνῃς

(너는) ~와 비교하자

συνεξαμαρτάνῃ

(그는) ~와 비교하자

쌍수 συνεξαμαρτάνητον

(너희 둘은) ~와 비교하자

συνεξαμαρτάνητον

(그 둘은) ~와 비교하자

복수 συνεξαμαρτάνωμεν

(우리는) ~와 비교하자

συνεξαμαρτάνητε

(너희는) ~와 비교하자

συνεξαμαρτάνωσιν*

(그들은) ~와 비교하자

기원법단수 συνεξαμαρτάνοιμι

(나는) ~와 비교하기를 (바라다)

συνεξαμαρτάνοις

(너는) ~와 비교하기를 (바라다)

συνεξαμαρτάνοι

(그는) ~와 비교하기를 (바라다)

쌍수 συνεξαμαρτάνοιτον

(너희 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

συνεξαμαρτανοίτην

(그 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

복수 συνεξαμαρτάνοιμεν

(우리는) ~와 비교하기를 (바라다)

συνεξαμαρτάνοιτε

(너희는) ~와 비교하기를 (바라다)

συνεξαμαρτάνοιεν

(그들은) ~와 비교하기를 (바라다)

명령법단수 συνεξαμάρτανε

(너는) ~와 비교해라

συνεξαμαρτανέτω

(그는) ~와 비교해라

쌍수 συνεξαμαρτάνετον

(너희 둘은) ~와 비교해라

συνεξαμαρτανέτων

(그 둘은) ~와 비교해라

복수 συνεξαμαρτάνετε

(너희는) ~와 비교해라

συνεξαμαρτανόντων, συνεξαμαρτανέτωσαν

(그들은) ~와 비교해라

부정사 συνεξαμαρτάνειν

~와 비교하는 것

분사 남성여성중성
συνεξαμαρτανων

συνεξαμαρτανοντος

συνεξαμαρτανουσα

συνεξαμαρτανουσης

συνεξαμαρτανον

συνεξαμαρτανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξαμαρτάνομαι

(나는) ~와 비교된다

συνεξαμαρτάνει, συνεξαμαρτάνῃ

(너는) ~와 비교된다

συνεξαμαρτάνεται

(그는) ~와 비교된다

쌍수 συνεξαμαρτάνεσθον

(너희 둘은) ~와 비교된다

συνεξαμαρτάνεσθον

(그 둘은) ~와 비교된다

복수 συνεξαμαρτανόμεθα

(우리는) ~와 비교된다

συνεξαμαρτάνεσθε

(너희는) ~와 비교된다

συνεξαμαρτάνονται

(그들은) ~와 비교된다

접속법단수 συνεξαμαρτάνωμαι

(나는) ~와 비교되자

συνεξαμαρτάνῃ

(너는) ~와 비교되자

συνεξαμαρτάνηται

(그는) ~와 비교되자

쌍수 συνεξαμαρτάνησθον

(너희 둘은) ~와 비교되자

συνεξαμαρτάνησθον

(그 둘은) ~와 비교되자

복수 συνεξαμαρτανώμεθα

(우리는) ~와 비교되자

συνεξαμαρτάνησθε

(너희는) ~와 비교되자

συνεξαμαρτάνωνται

(그들은) ~와 비교되자

기원법단수 συνεξαμαρτανοίμην

(나는) ~와 비교되기를 (바라다)

συνεξαμαρτάνοιο

(너는) ~와 비교되기를 (바라다)

συνεξαμαρτάνοιτο

(그는) ~와 비교되기를 (바라다)

쌍수 συνεξαμαρτάνοισθον

(너희 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

συνεξαμαρτανοίσθην

(그 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

복수 συνεξαμαρτανοίμεθα

(우리는) ~와 비교되기를 (바라다)

συνεξαμαρτάνοισθε

(너희는) ~와 비교되기를 (바라다)

συνεξαμαρτάνοιντο

(그들은) ~와 비교되기를 (바라다)

명령법단수 συνεξαμαρτάνου

(너는) ~와 비교되어라

συνεξαμαρτανέσθω

(그는) ~와 비교되어라

쌍수 συνεξαμαρτάνεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되어라

συνεξαμαρτανέσθων

(그 둘은) ~와 비교되어라

복수 συνεξαμαρτάνεσθε

(너희는) ~와 비교되어라

συνεξαμαρτανέσθων, συνεξαμαρτανέσθωσαν

(그들은) ~와 비교되어라

부정사 συνεξαμαρτάνεσθαι

~와 비교되는 것

분사 남성여성중성
συνεξαμαρτανομενος

συνεξαμαρτανομενου

συνεξαμαρτανομενη

συνεξαμαρτανομενης

συνεξαμαρτανομενον

συνεξαμαρτανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξαμαρτήσομαι

(나는) ~와 비교하겠다

συνεξαμαρτήσει, συνεξαμαρτήσῃ

(너는) ~와 비교하겠다

συνεξαμαρτήσεται

(그는) ~와 비교하겠다

쌍수 συνεξαμαρτήσεσθον

(너희 둘은) ~와 비교하겠다

συνεξαμαρτήσεσθον

(그 둘은) ~와 비교하겠다

복수 συνεξαμαρτησόμεθα

(우리는) ~와 비교하겠다

συνεξαμαρτήσεσθε

(너희는) ~와 비교하겠다

συνεξαμαρτήσονται

(그들은) ~와 비교하겠다

기원법단수 συνεξαμαρτησοίμην

(나는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συνεξαμαρτήσοιο

(너는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συνεξαμαρτήσοιτο

(그는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

쌍수 συνεξαμαρτήσοισθον

(너희 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συνεξαμαρτησοίσθην

(그 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

복수 συνεξαμαρτησοίμεθα

(우리는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συνεξαμαρτήσοισθε

(너희는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συνεξαμαρτήσοιντο

(그들은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

부정사 συνεξαμαρτήσεσθαι

~와 비교할 것

분사 남성여성중성
συνεξαμαρτησομενος

συνεξαμαρτησομενου

συνεξαμαρτησομενη

συνεξαμαρτησομενης

συνεξαμαρτησομενον

συνεξαμαρτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξήμαρτανον

(나는) ~와 비교하고 있었다

συνεξήμαρτανες

(너는) ~와 비교하고 있었다

συνεξήμαρτανεν*

(그는) ~와 비교하고 있었다

쌍수 συνεξημᾶρτανετον

(너희 둘은) ~와 비교하고 있었다

συνεξημάρτανετην

(그 둘은) ~와 비교하고 있었다

복수 συνεξημᾶρτανομεν

(우리는) ~와 비교하고 있었다

συνεξημᾶρτανετε

(너희는) ~와 비교하고 있었다

συνεξήμαρτανον

(그들은) ~와 비교하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεξημάρτανομην

(나는) ~와 비교되고 있었다

συνεξημᾶρτανου

(너는) ~와 비교되고 있었다

συνεξημᾶρτανετο

(그는) ~와 비교되고 있었다

쌍수 συνεξημᾶρτανεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되고 있었다

συνεξημάρτανεσθην

(그 둘은) ~와 비교되고 있었다

복수 συνεξημάρτανομεθα

(우리는) ~와 비교되고 있었다

συνεξημᾶρτανεσθε

(너희는) ~와 비교되고 있었다

συνεξημᾶρτανοντο

(그들은) ~와 비교되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. ~와 비교하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION