Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιαπράσσω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιαπράσσω συνδιαπράξω

Structure: συν (Prefix) + δια (Prefix) + πράσς (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to accomplish together, besides
  2. to negotiate at the same time

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαπράσσω συνδιαπράσσεις συνδιαπράσσει
Dual συνδιαπράσσετον συνδιαπράσσετον
Plural συνδιαπράσσομεν συνδιαπράσσετε συνδιαπράσσουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιαπράσσω συνδιαπράσσῃς συνδιαπράσσῃ
Dual συνδιαπράσσητον συνδιαπράσσητον
Plural συνδιαπράσσωμεν συνδιαπράσσητε συνδιαπράσσωσιν*
OptativeSingular συνδιαπράσσοιμι συνδιαπράσσοις συνδιαπράσσοι
Dual συνδιαπράσσοιτον συνδιαπρασσοίτην
Plural συνδιαπράσσοιμεν συνδιαπράσσοιτε συνδιαπράσσοιεν
ImperativeSingular συνδιαπράσσε συνδιαπρασσέτω
Dual συνδιαπράσσετον συνδιαπρασσέτων
Plural συνδιαπράσσετε συνδιαπρασσόντων, συνδιαπρασσέτωσαν
Infinitive συνδιαπράσσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαπρασσων συνδιαπρασσοντος συνδιαπρασσουσα συνδιαπρασσουσης συνδιαπρασσον συνδιαπρασσοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαπράσσομαι συνδιαπράσσει, συνδιαπράσσῃ συνδιαπράσσεται
Dual συνδιαπράσσεσθον συνδιαπράσσεσθον
Plural συνδιαπρασσόμεθα συνδιαπράσσεσθε συνδιαπράσσονται
SubjunctiveSingular συνδιαπράσσωμαι συνδιαπράσσῃ συνδιαπράσσηται
Dual συνδιαπράσσησθον συνδιαπράσσησθον
Plural συνδιαπρασσώμεθα συνδιαπράσσησθε συνδιαπράσσωνται
OptativeSingular συνδιαπρασσοίμην συνδιαπράσσοιο συνδιαπράσσοιτο
Dual συνδιαπράσσοισθον συνδιαπρασσοίσθην
Plural συνδιαπρασσοίμεθα συνδιαπράσσοισθε συνδιαπράσσοιντο
ImperativeSingular συνδιαπράσσου συνδιαπρασσέσθω
Dual συνδιαπράσσεσθον συνδιαπρασσέσθων
Plural συνδιαπράσσεσθε συνδιαπρασσέσθων, συνδιαπρασσέσθωσαν
Infinitive συνδιαπράσσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαπρασσομενος συνδιαπρασσομενου συνδιαπρασσομενη συνδιαπρασσομενης συνδιαπρασσομενον συνδιαπρασσομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαπράξω συνδιαπράξεις συνδιαπράξει
Dual συνδιαπράξετον συνδιαπράξετον
Plural συνδιαπράξομεν συνδιαπράξετε συνδιαπράξουσιν*
OptativeSingular συνδιαπράξοιμι συνδιαπράξοις συνδιαπράξοι
Dual συνδιαπράξοιτον συνδιαπραξοίτην
Plural συνδιαπράξοιμεν συνδιαπράξοιτε συνδιαπράξοιεν
Infinitive συνδιαπράξειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαπραξων συνδιαπραξοντος συνδιαπραξουσα συνδιαπραξουσης συνδιαπραξον συνδιαπραξοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιαπράξομαι συνδιαπράξει, συνδιαπράξῃ συνδιαπράξεται
Dual συνδιαπράξεσθον συνδιαπράξεσθον
Plural συνδιαπραξόμεθα συνδιαπράξεσθε συνδιαπράξονται
OptativeSingular συνδιαπραξοίμην συνδιαπράξοιο συνδιαπράξοιτο
Dual συνδιαπράξοισθον συνδιαπραξοίσθην
Plural συνδιαπραξοίμεθα συνδιαπράξοισθε συνδιαπράξοιντο
Infinitive συνδιαπράξεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιαπραξομενος συνδιαπραξομενου συνδιαπραξομενη συνδιαπραξομενης συνδιαπραξομενον συνδιαπραξομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to accomplish together

  2. to negotiate at the same time

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION