헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιαβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιαβάλλω συνδιαβαλῶ

형태분석: συν (접두사) + δια (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 건너오다, 건너다, 건너가다, 지르다
  1. to convey over together, to cross, together
  2. to accuse along with, to be accused together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαβάλλω

(나는) 건너온다

συνδιαβάλλεις

(너는) 건너온다

συνδιαβάλλει

(그는) 건너온다

쌍수 συνδιαβάλλετον

(너희 둘은) 건너온다

συνδιαβάλλετον

(그 둘은) 건너온다

복수 συνδιαβάλλομεν

(우리는) 건너온다

συνδιαβάλλετε

(너희는) 건너온다

συνδιαβάλλουσιν*

(그들은) 건너온다

접속법단수 συνδιαβάλλω

(나는) 건너오자

συνδιαβάλλῃς

(너는) 건너오자

συνδιαβάλλῃ

(그는) 건너오자

쌍수 συνδιαβάλλητον

(너희 둘은) 건너오자

συνδιαβάλλητον

(그 둘은) 건너오자

복수 συνδιαβάλλωμεν

(우리는) 건너오자

συνδιαβάλλητε

(너희는) 건너오자

συνδιαβάλλωσιν*

(그들은) 건너오자

기원법단수 συνδιαβάλλοιμι

(나는) 건너오기를 (바라다)

συνδιαβάλλοις

(너는) 건너오기를 (바라다)

συνδιαβάλλοι

(그는) 건너오기를 (바라다)

쌍수 συνδιαβάλλοιτον

(너희 둘은) 건너오기를 (바라다)

συνδιαβαλλοίτην

(그 둘은) 건너오기를 (바라다)

복수 συνδιαβάλλοιμεν

(우리는) 건너오기를 (바라다)

συνδιαβάλλοιτε

(너희는) 건너오기를 (바라다)

συνδιαβάλλοιεν

(그들은) 건너오기를 (바라다)

명령법단수 συνδιαβάλλε

(너는) 건너와라

συνδιαβαλλέτω

(그는) 건너와라

쌍수 συνδιαβάλλετον

(너희 둘은) 건너와라

συνδιαβαλλέτων

(그 둘은) 건너와라

복수 συνδιαβάλλετε

(너희는) 건너와라

συνδιαβαλλόντων, συνδιαβαλλέτωσαν

(그들은) 건너와라

부정사 συνδιαβάλλειν

건너오는 것

분사 남성여성중성
συνδιαβαλλων

συνδιαβαλλοντος

συνδιαβαλλουσα

συνδιαβαλλουσης

συνδιαβαλλον

συνδιαβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαβάλλομαι

συνδιαβάλλει, συνδιαβάλλῃ

συνδιαβάλλεται

쌍수 συνδιαβάλλεσθον

συνδιαβάλλεσθον

복수 συνδιαβαλλόμεθα

συνδιαβάλλεσθε

συνδιαβάλλονται

접속법단수 συνδιαβάλλωμαι

συνδιαβάλλῃ

συνδιαβάλληται

쌍수 συνδιαβάλλησθον

συνδιαβάλλησθον

복수 συνδιαβαλλώμεθα

συνδιαβάλλησθε

συνδιαβάλλωνται

기원법단수 συνδιαβαλλοίμην

συνδιαβάλλοιο

συνδιαβάλλοιτο

쌍수 συνδιαβάλλοισθον

συνδιαβαλλοίσθην

복수 συνδιαβαλλοίμεθα

συνδιαβάλλοισθε

συνδιαβάλλοιντο

명령법단수 συνδιαβάλλου

συνδιαβαλλέσθω

쌍수 συνδιαβάλλεσθον

συνδιαβαλλέσθων

복수 συνδιαβάλλεσθε

συνδιαβαλλέσθων, συνδιαβαλλέσθωσαν

부정사 συνδιαβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαβαλλομενος

συνδιαβαλλομενου

συνδιαβαλλομενη

συνδιαβαλλομενης

συνδιαβαλλομενον

συνδιαβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαβαλῶ

(나는) 건너오겠다

συνδιαβαλεῖς

(너는) 건너오겠다

συνδιαβαλεῖ

(그는) 건너오겠다

쌍수 συνδιαβαλεῖτον

(너희 둘은) 건너오겠다

συνδιαβαλεῖτον

(그 둘은) 건너오겠다

복수 συνδιαβαλοῦμεν

(우리는) 건너오겠다

συνδιαβαλεῖτε

(너희는) 건너오겠다

συνδιαβαλοῦσιν*

(그들은) 건너오겠다

기원법단수 συνδιαβαλοῖμι

(나는) 건너오겠기를 (바라다)

συνδιαβαλοῖς

(너는) 건너오겠기를 (바라다)

συνδιαβαλοῖ

(그는) 건너오겠기를 (바라다)

쌍수 συνδιαβαλοῖτον

(너희 둘은) 건너오겠기를 (바라다)

συνδιαβαλοίτην

(그 둘은) 건너오겠기를 (바라다)

복수 συνδιαβαλοῖμεν

(우리는) 건너오겠기를 (바라다)

συνδιαβαλοῖτε

(너희는) 건너오겠기를 (바라다)

συνδιαβαλοῖεν

(그들은) 건너오겠기를 (바라다)

부정사 συνδιαβαλεῖν

건너올 것

분사 남성여성중성
συνδιαβαλων

συνδιαβαλουντος

συνδιαβαλουσα

συνδιαβαλουσης

συνδιαβαλουν

συνδιαβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιαβαλοῦμαι

συνδιαβαλεῖ, συνδιαβαλῇ

συνδιαβαλεῖται

쌍수 συνδιαβαλεῖσθον

συνδιαβαλεῖσθον

복수 συνδιαβαλούμεθα

συνδιαβαλεῖσθε

συνδιαβαλοῦνται

기원법단수 συνδιαβαλοίμην

συνδιαβαλοῖο

συνδιαβαλοῖτο

쌍수 συνδιαβαλοῖσθον

συνδιαβαλοίσθην

복수 συνδιαβαλοίμεθα

συνδιαβαλοῖσθε

συνδιαβαλοῖντο

부정사 συνδιαβαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
συνδιαβαλουμενος

συνδιαβαλουμενου

συνδιαβαλουμενη

συνδιαβαλουμενης

συνδιαβαλουμενον

συνδιαβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιέβαλλον

(나는) 건너오고 있었다

συνδιέβαλλες

(너는) 건너오고 있었다

συνδιέβαλλεν*

(그는) 건너오고 있었다

쌍수 συνδιεβάλλετον

(너희 둘은) 건너오고 있었다

συνδιεβαλλέτην

(그 둘은) 건너오고 있었다

복수 συνδιεβάλλομεν

(우리는) 건너오고 있었다

συνδιεβάλλετε

(너희는) 건너오고 있었다

συνδιέβαλλον

(그들은) 건너오고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιεβαλλόμην

συνδιεβάλλου

συνδιεβάλλετο

쌍수 συνδιεβάλλεσθον

συνδιεβαλλέσθην

복수 συνδιεβαλλόμεθα

συνδιεβάλλεσθε

συνδιεβάλλοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συνωφελεῖσθαι μὲν γὰρ ὑμᾶσ οὐκ ἠξίουν, συνδιαβάλλεσθαι δ’ ἠνάγκαζον, εἰσ τοσοῦτον ὑπεροψίασ ἐλθόντεσ ὥστε οὐ τῶν ἀγαθῶν κοινούμενοι πιστοὺσ ὑμᾶσ ἐκτῶντο, ἀλλὰ τῶν ὀνειδῶν μεταδιδόντεσ εὔνουσ ὠόντο εἶναι. (Lysias, Speeches, 111:2)

    (리시아스, Speeches, 111:2)

유의어

  1. 건너오다

  2. to accuse along with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION