헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαθίστημι

-μι 무어간모음 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαθίστημι συγκαταστήσω συγκατέστησα

형태분석: συγ (접두사) + κατ (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. to bring into place together
  2. to join in setting up, settling, to help in arranging, managing, treating

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθῖστημι

συγκαθῖστης

συγκαθῖστησιν*

쌍수 συγκαθίστατον

συγκαθίστατον

복수 συγκαθίσταμεν

συγκαθίστατε

συγκαθιστάᾱσιν*

접속법단수 συγκαθίστω

συγκαθίστῃς

συγκαθίστῃ

쌍수 συγκαθίστητον

συγκαθίστητον

복수 συγκαθίστωμεν

συγκαθίστητε

συγκαθίστωσιν*

기원법단수 συγκαθισταῖην

συγκαθισταῖης

συγκαθισταῖη

쌍수 συγκαθισταῖητον

συγκαθισταίητην

복수 συγκαθισταῖημεν

συγκαθισταῖητε

συγκαθισταῖησαν

명령법단수 συγκαθῖστᾱ

συγκαθιστάτω

쌍수 συγκαθίστατον

συγκαθιστάτων

복수 συγκαθίστατε

συγκαθιστάντων

부정사 συγκαθιστάναι

분사 남성여성중성
συγκαθιστᾱς

συγκαθισταντος

συγκαθιστᾱσα

συγκαθιστᾱσης

συγκαθισταν

συγκαθισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθίσταμαι

συγκαθίστασαι

συγκαθίσταται

쌍수 συγκαθίστασθον

συγκαθίστασθον

복수 συγκαθιστάμεθα

συγκαθίστασθε

συγκαθίστανται

접속법단수 συγκαθίστωμαι

συγκαθίστῃ

συγκαθίστηται

쌍수 συγκαθίστησθον

συγκαθίστησθον

복수 συγκαθιστώμεθα

συγκαθίστησθε

συγκαθίστωνται

기원법단수 συγκαθισταῖμην

συγκαθίσταιο

συγκαθίσταιτο

쌍수 συγκαθίσταισθον

συγκαθισταῖσθην

복수 συγκαθισταῖμεθα

συγκαθίσταισθε

συγκαθίσταιντο

명령법단수 συγκαθίστασο

συγκαθιστάσθω

쌍수 συγκαθίστασθον

συγκαθιστάσθων

복수 συγκαθίστασθε

συγκαθιστάσθων

부정사 συγκαθίστασθαι

분사 남성여성중성
συγκαθισταμενος

συγκαθισταμενου

συγκαθισταμενη

συγκαθισταμενης

συγκαθισταμενον

συγκαθισταμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταστήσω

συγκαταστήσεις

συγκαταστήσει

쌍수 συγκαταστήσετον

συγκαταστήσετον

복수 συγκαταστήσομεν

συγκαταστήσετε

συγκαταστήσουσιν*

기원법단수 συγκαταστησίημι

συγκαταστησίης

συγκαταστησίη

쌍수 συγκαταστησίητον

συγκαταστησιήτην

복수 συγκαταστησίημεν

συγκαταστησίητε

συγκαταστησίησαν

부정사 συγκαταστήσειν

분사 남성여성중성
συγκαταστησων

συγκαταστησοντος

συγκαταστησουσα

συγκαταστησουσης

συγκαταστησον

συγκαταστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταστήσομαι

συγκαταστήσει, συγκαταστήσῃ

συγκαταστήσεται

쌍수 συγκαταστήσεσθον

συγκαταστήσεσθον

복수 συγκαταστησόμεθα

συγκαταστήσεσθε

συγκαταστήσονται

기원법단수 συγκαταστησοίμην

συγκαταστήσοιο

συγκαταστήσοιτο

쌍수 συγκαταστήσοισθον

συγκαταστησοίσθην

복수 συγκαταστησοίμεθα

συγκαταστήσοισθε

συγκαταστήσοιντο

부정사 συγκαταστήσεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταστησομενος

συγκαταστησομενου

συγκαταστησομενη

συγκαταστησομενης

συγκαταστησομενον

συγκαταστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατέστησα

συγκατέστησας

συγκατέστησεν*

쌍수 συγκατεστήσατον

συγκατεστησάτην

복수 συγκατεστήσαμεν

συγκατεστήσατε

συγκατέστησαν

접속법단수 συγκαταστήσω

συγκαταστήσῃς

συγκαταστήσῃ

쌍수 συγκαταστήσητον

συγκαταστήσητον

복수 συγκαταστήσωμεν

συγκαταστήσητε

συγκαταστήσωσιν*

기원법단수 συγκαταστησίην

συγκαταστησίης

συγκαταστησίη

쌍수 συγκαταστησίητον

συγκαταστησιήτην

복수 συγκαταστησίημεν

συγκαταστησίητε

συγκαταστησίησαν

명령법단수 συγκαταστήσον

συγκαταστησάτω

쌍수 συγκαταστήσατον

συγκαταστησάτων

복수 συγκαταστήσατε

συγκαταστησάντων

부정사 συγκαταστήσαι

분사 남성여성중성
συγκαταστησᾱς

συγκαταστησαντος

συγκαταστησᾱσα

συγκαταστησᾱσης

συγκαταστησαν

συγκαταστησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατεστησάμην

συγκατεστήσω

συγκατεστήσατο

쌍수 συγκατεστήσασθον

συγκατεστησάσθην

복수 συγκατεστησάμεθα

συγκατεστήσασθε

συγκατεστήσαντο

접속법단수 συγκαταστήσωμαι

συγκαταστήσῃ

συγκαταστήσηται

쌍수 συγκαταστήσησθον

συγκαταστήσησθον

복수 συγκαταστησώμεθα

συγκαταστήσησθε

συγκαταστήσωνται

기원법단수 συγκαταστησίμην

συγκαταστήσιο

συγκαταστήσιτο

쌍수 συγκαταστήσισθον

συγκαταστησίσθην

복수 συγκαταστησίμεθα

συγκαταστήσισθε

συγκαταστήσιντο

명령법단수 συγκαταστήσαι

συγκαταστησάσθω

쌍수 συγκαταστήσασθον

συγκαταστησάσθων

복수 συγκαταστήσασθε

συγκαταστησάσθων

부정사 συγκαταστήσεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταστησαμενος

συγκαταστησαμενου

συγκαταστησαμενη

συγκαταστησαμενης

συγκαταστησαμενον

συγκαταστησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πάλιν ἦσαν ὑποσχέσεισ, ὡσ Γλαβρίωνοσ τοῦ πάνυ συγκαταστήσαντοσ τὸ πᾶν. (Aristides, Aelius, Orationes, 24:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 24:3)

유의어

  1. to bring into place together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION