στηρίζω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
στηρίζω
형태분석:
στηρίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 지다, 심다, 굶다, 고치다, 맞추다, 넘어가다, 받다, 기울다
- 설립하다, 세우다, 확인하다
- 정하다, 결정하다, 고치다, 판단하다
- 있다, 돌보다, 함께하다, 있으시다, 쳐다보다, 올려다 보다
- to make fast, prop, fix, set, he set, fast, to fix for oneself
- to confirm, establish
- rising up
- to fix, settle, determine
- to be firmly set or fixed, to stand fast or steady, to, a firm footing, is lifted up
- thou art tarrying, art settled
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- στηρίζων δὲ ὀφθαλμοὺσ αὐτοῦ διαλογίζεται διεστραμμένα, ὁρίζει δὲ τοῖσ χείλεσιν αὐτοῦ πάντα τὰ κακά. οὗτοσ κάμινόσ ἐστι κακίασ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 16:26)
(70인역 성경, 잠언 16:26)
- α βδέλυγμα Κυρίῳ στηρίζων ὀφθαλμόν, καὶ οἱ ἀπαίδευτοι ἀκρατεῖσ γλώσσῃ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 27:21)
(70인역 성경, 잠언 27:21)
- Τοῦτο δ’ ἢν παρὰ τὸ γόνυ βούληται, ἄλλουσ ἱμάντασ περιδήσασ, ἢ περὶ τὸν μηρὸν, πλήμνην ἄλλην ὑπὲρ κεφαλῆσ κατορύξασ, ἐξαρτήσασ τοὺσ ἱμάντασ ἔκ τινοσ ξύλου, τὸ ξύλον στηρίζων ἐσ τὴν πλήμνην, τἀναντία τῶν πρὸσ ποδῶν ἕλκειν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 13.8)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 13.8)
- Τοῦτο δ’ ἢν βούλῃ, ἀντὶ τῶν πλημνέων δοκίδα ὑποτείνασ ὑπὸ τὴν κλίνην μετρίην, ἔπειτα πρὸσ τῆσ δοκίδοσ ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὴν κεφαλὴν στηρίζων καὶ ἀνακλῶν τὰ ξύλα, κατατείνειν τοὺσ ἱμάντασ‧ ἢν δὲ θέλῃσ, ὀνίσκουσ καταστήσασ ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ἐπ’ ἐκείνων τὴν κατάτασιν ποιέεσθαι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 13.9)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 13.9)
- διερχόμενοσ καθεξῆσ τὴν Γαλατικὴν χώοαν καὶ Φρυγίαν, στηρίζων πάντασ τοὺσ μαθητάσ. (, chapter 18 24:1)
(, chapter 18 24:1)
유의어
-
설립하다
-
rising up
- τέλλω (떠오르다, 오르다)
- ἐξάνειμι (to rise from the)
- ἐπαναφέρω (떠오르다, 오르다)
- ἐπιτέλλω (떠오르다, 오르다)
- προσεξανίσταμαι (to rise up to)
- ἄνειμι (오르다, 올라가다, 떠오르다)
- ἀνατέλλω (떠오르다, 오르다)
- ἀναδύνω (떠오르다, 오르다, 뜨다)
- ἀνταίρω (to rise up against)
- ἀντανίστημι (to rise up against)
- κατεφίσταμαι (to rise up against)
- προσανατέλλω (to rise up towards)
- ὑπερέχω (딛고 넘다, ~위에 솟다)
- ἀνταίρω (to rise opposite to)
- ἐπανατέλλω (등장하다, 나타나다, 떠오르다)
- ἀντάνειμι (to rise so as to balance)
- ἐπανίστημι (to make to rise against)
- ἐξαναδύομαι (to rise out of, emerge from)
- ἀνέχω (떠오르다, 오르다, 일어나다)
- συνεφίστημι (함께 일어나다, 맞서다)
-
정하다