στηρίζω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
στηρίζω
형태분석:
στηρίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 지다, 심다, 굶다, 고치다, 맞추다, 넘어가다, 받다, 기울다
- 설립하다, 세우다, 확인하다
- 정하다, 결정하다, 고치다, 판단하다
- 있다, 돌보다, 함께하다, 있으시다, 쳐다보다, 올려다 보다
- to make fast, prop, fix, set, he set, fast, to fix for oneself
- to confirm, establish
- rising up
- to fix, settle, determine
- to be firmly set or fixed, to stand fast or steady, to, a firm footing, is lifted up
- thou art tarrying, art settled
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἦπου τοὺσ ἐπὶ τῆσ σελήνησ εἰκόσ ἐστι δώδεκα θερείασ ὑπομένειν ἔτουσ ἑκάστου, κατὰ μῆνα τοῦ ἡλίου πρὸσ κάθετον αὐτοῖσ ἐφισταμένου καὶ στηρίζοντοσ, ὅταν πανσέληνοσ; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 24 10:1)
(플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 24 10:1)
- ταῖσ δὲ ναυσὶν ἀπὸ τῶν τειχῶν ἄφνω ὑπεραιωρούμεναι κεραῖαι τὰσ μὲν ὑπὸ βρίθουσ στηρίζοντοσ ἄνωθεν ὠθοῦσαι κατέδυον εἰσ βυθόν, τὰσ δὲ χερσὶ σιδηραῖσ ἢ στόμασιν εἰκασμένοισ γεράνων ἀνασπῶσαι πρῴραθεν ὀρθὰσ ἐπὶ πρύμναν ἐβάπτιζον, ἢ δι’ ἀντιτόνων ἔνδον ἐπιστρεφόμεναι καὶ περιαγόμεναι τοῖσ ὑπὸ τὸ τεῖχοσ πεφυκόσι κρημνοῖσ καὶ σκοπέλοισ προσήρασσον, ἅμα φθόρῳ πολλῷ τῶν ἐπιβατῶν συντριβομένων, πολλάκισ δὲ μετέωροσ ἐξαρθεῖσα ναῦσ ἀπὸ τῆσ θαλάσσησ δεῦρο κἀκεῖσε περιδινουμένη καὶ κρεμαμένη θέαμα φρικῶδεσ ἦν, μέχρι οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφέντων καὶ διασφενδονηθέντων κενὴ προσπέσοι τοῖσ τείχεσιν ἢ περι· (Plutarch, Marcellus, chapter 15 2:1)
(플루타르코스, Marcellus, chapter 15 2:1)
유의어
-
설립하다
-
rising up
- τέλλω (떠오르다, 오르다)
- ἐξάνειμι (to rise from the)
- ἐπαναφέρω (떠오르다, 오르다)
- ἐπιτέλλω (떠오르다, 오르다)
- προσεξανίσταμαι (to rise up to)
- ἄνειμι (오르다, 올라가다, 떠오르다)
- ἀνατέλλω (떠오르다, 오르다)
- ἀναδύνω (떠오르다, 오르다, 뜨다)
- ἀνταίρω (to rise up against)
- ἀντανίστημι (to rise up against)
- κατεφίσταμαι (to rise up against)
- προσανατέλλω (to rise up towards)
- ὑπερέχω (딛고 넘다, ~위에 솟다)
- ἀνταίρω (to rise opposite to)
- ἐπανατέλλω (등장하다, 나타나다, 떠오르다)
- ἀντάνειμι (to rise so as to balance)
- ἐπανίστημι (to make to rise against)
- ἐξαναδύομαι (to rise out of, emerge from)
- ἀνέχω (떠오르다, 오르다, 일어나다)
- συνεφίστημι (함께 일어나다, 맞서다)
-
정하다