- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στερέωμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: stereōma 고전 발음: [떼레오:마] 신약 발음: [때래오마]

기본형: στερέωμα στερεώματος

형태분석: στερεωματ (어간)

어원: στερεόω

  1. 토대, 기초, 바닥, 바탕
  1. foundation, framework, firmament

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στερέωμα

토대가

στερεώματε

토대들이

στερεώματα

토대들이

속격 στερεώματος

토대의

στερεωμάτοιν

토대들의

στερεωμάτων

토대들의

여격 στερεώματι

토대에게

στερεωμάτοιν

토대들에게

στερεώμασι(ν)

토대들에게

대격 στερέωμα

토대를

στερεώματε

토대들을

στερεώματα

토대들을

호격 στερέωμα

토대야

στερεώματε

토대들아

στερεώματα

토대들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ εἶπεν ὁ Θεός. γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. καὶ ἐγένετο οὕτως. (Septuagint, Liber Genesis 1:6)

    (70인역 성경, 창세기 1:6)

  • καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος. (Septuagint, Liber Genesis 1:7)

    (70인역 성경, 창세기 1:7)

  • καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα. (Septuagint, Liber Genesis 1:8)

    (70인역 성경, 창세기 1:8)

  • Καὶ εἶπεν ὁ Θεός. ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο οὕτως. (Septuagint, Liber Genesis 1:20)

    (70인역 성경, 창세기 1:20)

  • καὶ δοξάσαι τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ ἐγεῖραι τὴν ἔρημον Σιών, δοῦναι ἡμῖν στερέωμα ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Ἱερουσαλήμ. (Septuagint, Liber Esdrae I 8:78)

    (70인역 성경, 에즈라기 8:78)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION