헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στενοχωρία

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στενοχωρία

형태분석: στενοχωρι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from steno/xwros

  1. narrowness of space: want of room, the difficulty of passing

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐροῦσιν ἐν ἑαυτοῖσ μετανοοῦντεσ καὶ διὰ στενοχωρίαν πνεύματοσ στενάξονται καὶ ἐροῦσιν. (Septuagint, Liber Sapientiae 5:3)

    (70인역 성경, 지혜서 5:3)

  • αὐτοί τε οὖν ἤδη συνεληλύθατε, ὅ τι περ ὄφελοσ ἐξ ἑκάστησ πόλεωσ, αὐτὸ δὴ τὸ κεφάλαιον ἁπάντων Μακεδόνων, καὶ ὑποδέχεται πόλισ ἡ ἀρίστη οὖσα οὐ κατὰ Πίσαν μὰ Δί̓ οὐδὲ τὴν κεῖθι στενοχωρίαν καὶ σκηνὰσ καὶ καλύβασ καὶ πνῖγοσ, οἵ τε αὖ πανηγυρισταὶ οὐ συρφετώδησ ὄχλοσ, ἀθλητῶν μᾶλλον φιλοθεάμονεσ, ἐν παρέργῳ οἱ πολλοὶ τὸν Ἡρόδοτον τιθέμενοι, ἀλλὰ ῥητόρων τε καὶ συγγραφέων καὶ σοφιστῶν οἱ δοκιμώτατοι, ὅσον οὐ μικρὸν ἤδη, μὴ τοὐμὸν παρὰ πολὺ ἐνδεέστερον φαίνηται τῶν Ὀλυμπίων. (Lucian, Herodotus 14:1)

    (루키아노스, Herodotus 14:1)

  • συνετύγχανέ τε πολλαχοῦ διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλοισ ἐμβεβληκέναι, τὰ δὲ αὐτοὺσ ἐμβεβλῆσθαι, δύο τε περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείουσ ναῦσ κατ’ ἀνάγκην ξυνηρτῆσθαι· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 26 3:1)

    (디오니시오스, , chapter 26 3:1)

  • ἀδύνατοι δ’ ὄντεσ κυκλώσασθαι τοὺσ πολεμίουσ διὰ στενοχωρίαν, καί τι καὶ τοῦ δαιμονίου κεραυνοῖσ καὶ ὕδασι καὶ βρονταῖσ συναγωνισαμένου τοῖσ Ἕλλησι, δείσαντεσ εἰσ φυγὴν τρέπονται. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 4 3:3)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 4 3:3)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ τοῦ πάθουσ κριθέντοσ ἐπειδὴ βραχέωσ αὑτὸν προσανέλαβε, προῆγε μετὰ τῆσ δυνάμεωσ ἀφηγουμένου Πευκέστου καὶ Ἀντιγένουσ, αὐτὸσ δὲ φορίῳ κομιζόμενοσ ἐπηκολούθει τοῖσ οὐραγοῦσιν, ὅπωσ μὴ διὰ τὸν θόρυβον καὶ τὴν στενοχωρίαν παρενοχλοῖτο. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 24 6:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 24 6:1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION