σταυρός
Second declension Noun; Masculine
Transliteration:
Principal Part:
σταυρός
σταυροῦ
Structure:
σταυρ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- upright stake or pile
- crucifix
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- διὰ τοῦτο ἐχρῆν, τὸ τοῦ λόγου, τῇ γῇ τὸν οὐρανὸν ἀναμεμῖχθαι καὶ δεσμὰ καὶ σταυροὺσ καὶ Καύκασον ὅλον ἐπινοεῖν καὶ ἀετοὺσ καταπέμπειν καὶ τὸ ἧπαρ ἐκκολάπτειν; (Lucian, Prometheus, (no name) 9:3)
- τῆσ δὲ πράξεωσ περιφανοῦσ γενομένησ συλληφθέντεσ οἱ πρῶτοι συνθέντεσ τὴν ἐπιβουλὴν καὶ μαστιγωθέντεσ ἐπὶ τοὺσ σταυροὺσ ἀπήχθησαν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 12, chapter 6 6:1)
- ἐνταῦθα παρεσκευάζοντο τὴν ἄφοδον, καὶ τοὺσ μὲν σταυροὺσ ἕκαστοι τοὺσ καθ’ αὑτοὺσ διῄρουν, καὶ τοὺσ ἀχρείουσ καὶ φορτία ἔχοντάσ τε ἐξεπέμποντο καὶ τῶν ὁπλιτῶν τὸ πλῆθοσ, καταλιπόντεσ οἱ λοχαγοὶ οἷσ ἕκαστοσ ἐπίστευεν. (Xenophon, Anabasis, , chapter 2 23:1)
- καὶ αὐτῶν ὑπεραλλομένων τοὺσ σταυροὺσ ἐλήφθησάν τινεσ κρεμασθέντεσ ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖσ σταυροῖσ· (Xenophon, Anabasis, , chapter 4 21:2)
- σταυροὺσ δ’ ἐκτὸσ ἔλασσε διαμπερὲσ ἔνθα καὶ ἔνθα, πυκνοὺσ καὶ θαμέασ, τὸ μέλαν δρυὸσ ἀμφικεάσσασ· (Homer, Odyssey, Book 14 2:3)