Ancient Greek-English Dictionary Language

σολοικισμός

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σολοικισμός σολοικισμοῦ

Structure: σολοικισμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from soloiki/zw

Sense

  1. solecism

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦτο τὸ τελευταῖον εἴ τισ ἐν τοῖσ σχήμασιν ἀξιώσει φέρειν, οὐκ ἂν φθάνοι πάντασ τοὺσ σολοικισμούσ, ὅσοι γίγνονται παρὰ τοὺσ ἀριθμοὺσ καὶ παρὰ τὰσ πτώσεισ, σχήματα καλῶν; (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 37 1:6)
  • οἱ τοίνυν πολυπράγμονεσ, οὐ στίχων οὐδὲ ποιημάτων, ἀλλὰ βίων ἀστοχήματα καὶ πλημμελήματα καὶ σολοικισμοὺσ ἀναλεγόμενοι καὶ συνάγοντεσ, ἀμουσότατον καὶ ἀτερπέστατον κακῶν γραμματοφυλακεῖον τὴν ἑαυτῶν μνήμην περιφέρουσιν. (Plutarch, De curiositate, section 10 2:2)
  • οἱ τοίνυν πολυπράγμονεσ οὐ στίχων οὐδὲ ποιημάτων, ἀλλὰ βίων ἀστοχήματα καὶ πλημμελήματα καὶ σολοικισμοὺσ ἀναλεγόμενοι καὶ συνάγοντεσ, ἀμουσότατον καὶ ἀτερπέστατον κακῶν γραμματοφυλακεῖον τὴν ἑαυτῶν μνήμην περιφέρουσιν. (Plutarch, De curiositate, section 10 6:1)
  • ἑπτὰ σολοικισμοὺσ Φλάκκῳ τῷ ῥήτορι δῶρον πέμψασ, ἀντέλαβον πεντάκι διακοσίουσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1461)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION