Ancient Greek-English Dictionary Language

σόφισμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σόφισμα σόφισματος

Structure: σοφισματ (Stem)

Etym.: from sofi/zw

Sense

  1. any skilful act, the skilful dressing of food
  2. a clever device, contrivance
  3. a sly trick, artifice, a stage-trick, claptrap
  4. a captious argument, a quibble, fallacy, sophism

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὸ Δαιδάλειον γὰρ ἐκεῖνο σόφισμα τῶν πτερῶν καὶ αὐτὸσ ἐμηχανησάμην. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 2:14)
  • ἀτὰρ τί δὴ σόφισμα τοῦθ’ ἡγούμενοι ἐσ τήνδε παῖδα ψῆφον ὡρ́ισαν φόνου; (Euripides, Hecuba, episode 1:4)
  • τὸ γὰρ σόφισμα δημοτικὸν καὶ χρήσιμον. (Aristophanes, Clouds, Prologue 6:32)
  • οἱο͂ν μέντοι τῇ περὶ τῶν τρεσάντων ἀπορίᾳ προσήγαγεν ὁ Ἀγησίλαοσ ἰάμα μετὰ τὴν ἐν Λεύκτροισ ἀτυχίαν, κελεύσασ τοὺσ νόμουσ ἐκείνην τὴν ἡμέραν καθεύδειν, οὐ γέγονεν ἄλλο σόφισμα πολιτικόν, οὐδ’ ἔχομέν τι τοῦ Πομπηϊού παραπλήσιον, ἀλλὰ τοὐναντίον οὐδ’ οἷσ αὐτὸσ ἐτίθει νόμοισ ᾤετο δεῖν ἐμμένειν, τὸ δύνασθαι μέγα τοῖσ φίλοισ ἐνδεικνύμενοσ, ὁ δὲ εἰσ ἀνάγκην καταστὰσ τοῦ λῦσαι τοὺσ νόμουσ ἐπὶ τῷ σῶσαι τοὺσ πολίτασ, ἐξεῦρε τρόπον ᾧ μήτε ἐκείνουσ βλάψουσι μήτε ὅπωσ οὐ βλάψωσι λυθήσονται. (Plutarch, Comparison of Agesilaus and Pompey, chapter 2 2:1)
  • αἵ θ’ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραὶ θεῶν σόφισμα κἀπίδειξισ Ἑλλάδι. (Euripides, Phoenissae, episode 1:4)

Synonyms

  1. a clever device

  2. a sly trick

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION