헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκορπίος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκορπίος σκορπίου

형태분석: σκορπι (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 전갈, 노포
  1. scorpion
  2. scorpionfish
  3. a prickly plant
  4. an engine of war which discharged arrows

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκορπίος

전갈이

σκορπίω

전갈들이

σκορπίοι

전갈들이

속격 σκορπίου

전갈의

σκορπίοιν

전갈들의

σκορπίων

전갈들의

여격 σκορπίῳ

전갈에게

σκορπίοιν

전갈들에게

σκορπίοις

전갈들에게

대격 σκορπίον

전갈을

σκορπίω

전갈들을

σκορπίους

전갈들을

호격 σκορπίε

전갈아

σκορπίω

전갈들아

σκορπίοι

전갈들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὁρῶ γὰρ θαῦμ’ ἄπιστον, ἰχθύων γένη περὶ τὴν ἄκραν παίζοντα, κωβιούσ, σπάρουσ, ψήττασ, ἐρυθρίνουσ, κεστρέασ, πέρκασ, ὄνουσ, θύννουσ, μελανούρουσ, σηπίασ, αὐλωπίασ, τρίγλασ, ἑλεδώνασ, σκορπίουσ, φησὶν Ἡνίοχοσ ἐν Πολυπράγμονι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 1005)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 1005)

  • Διοκλῆσ ἐν πρώτῳ τῶν πρὸσ Πλείσταρχον Ὑγιεινῶν τῶν μὲν νεαρῶν φησιν ἰχθύων ξηροτέρουσ εἶναι τὰσ σάρκασ σκορπίουσ, κόκκυγασ, ψήττασ, σαργούσ, τραχούρουσ, τὰσ δὲ τρίγλασ ἧττον τούτων ξηροσάρκουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1152)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1152)

  • ἐν δὲ πέμπτῳ ζῴων μορίων ὁ Ἀριστοτέλησ σκορπίουσ καὶ σκορπίδασ ἐν διαφόροισ τόποισ ὀνομάζει, ἄδηλον δὲ εἰ τοὺσ αὐτοὺσ λέγει· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 115 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 115 2:2)

  • ὅτι καὶ σκόρπαιναν καὶ σκορπίουσ πολλάκισ ἡμεῖσ ἐφάγομεν καὶ διάφοροι καὶ οἱ χυμοὶ καὶ αἱ χρόαι εἰσὶν οὐδεὶσ ἀγνοεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 115 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 115 2:3)

  • "ἐπεγείρουσι γὰρ ἡμᾶσ καὶ τοὺσ σκορπίουσ ἐκλέγουσι καὶ κατὰ τὰσ μάχασ ἐπιστρέφουσι, ζῆλόν τινα πρὸσ ἀλκὴν ἐμποιοῦντεσ· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 322)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 322)

유의어

  1. a prickly plant

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION