Ancient Greek-English Dictionary Language

σῑμός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σῑμός

Structure: σῑμ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. snub-nosed, flat nosed
  2. steep, uphill
  3. bent in, hollow, concave

Examples

  • πρῶτον μὲν οὖν χρὴ εἶναι μεγάλασ, εἶτα ἐχούσασ τὰσ κεφαλὰσ ἐλαφράσ, σιμάσ, ἀρθρώδεισ, ἰνώδη τὰ κάτωθεν τῶν μετώπων, ὄμματα μετέωρα, μέλανα, λαμπρά, μέτωπα πλατέα, τὰσ διακρίσεισ βαθείασ, ὦτα μικρά, λεπτά, ψιλὰ ὄπισθεν, τραχήλουσ μακρούσ, ὑγρούσ, περιφερεῖσ, στήθη πλατέα, μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων, τὰσ ὠμοπλάτασ διεστώσασ μικρόν, σκέλη τὰ πρόσθια μικρά, ὀρθά, στρογγύλα, στιφρά, ὀρθοὺσ τοὺσ ἀγκῶνασ, πλευρὰσ μὴ ἐπὶ γῆν βαθείασ, ἀλλ’ εἰσ τὸ πλάγιον παρηκούσασ, ὀσφῦσ σαρκώδεισ, τὰ μεγέθη μεταξὺ μακρῶν <καὶ> βραχειῶν, μήτε ὑγρὰσ λίαν μήτε σκληράσ, λαγόνασ μεταξὺ μεγάλων <καὶ> μικρῶν, ἰσχία στρογγύλα, ὄπισθεν σαρκώδη, ἄνωθεν δὲ μὴ συνδεδεμένα, ἔνδοθεν δὲ προσεσταλμένα, τὰ κάτωθεν τῶν κενεώνων λαγαρὰ καὶ αὐτοὺσ τοὺσ κενεῶνασ, οὐρὰσ μακράσ, ὀρθάσ, λιγυράσ, μηριαίασ μὴ σκληράσ, ὑποκώλια μακρά, περιφερῆ, εὐπαγῆ, σκέλη πολὺ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν καὶ ἐπίρρικνα, πόδασ περιφερεῖσ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 4 2:1)
  • τὰσ δὲ ἄρκυσ ἱστάτω εἰσ ἄγκη, δρυμῶνασ τραχείασ, σιμάσ, λαγαράσ, σκοτεινάσ, ῥοῦσ, χαράδρασ, χειμάρρουσ ἀενάουσ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 6 7:2)

Synonyms

  1. snub-nosed

  2. steep

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION