헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σεισμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σεισμός σεισμοῦ

형태분석: σεισμ (어간) + ος (어미)

어원: sei/w

  1. 흔들기, 전율, 떨기
  2. 지진
  3. 폭풍, 폭풍우
  4. 동요, 선동, 소란
  1. shaking, shock
  2. earthquake
  3. storm
  4. agitation, commotion

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σεισμός

흔들기가

σεισμώ

흔들기들이

σεισμοί

흔들기들이

속격 σεισμοῦ

흔들기의

σεισμοῖν

흔들기들의

σεισμῶν

흔들기들의

여격 σεισμῷ

흔들기에게

σεισμοῖν

흔들기들에게

σεισμοῖς

흔들기들에게

대격 σεισμόν

흔들기를

σεισμώ

흔들기들을

σεισμούς

흔들기들을

호격 σεισμέ

흔들기야

σεισμώ

흔들기들아

σεισμοί

흔들기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καθάπερ γὰρ σὺ στέγη ἐπὶ τοὺσ στύλουσ τῶν παίδων γενναίωσ ἱδρυμένη, ἀκλινὴσ ὑπήνεγκασ τὸν διὰ τῶν βασάνων σεισμόν. (Septuagint, Liber Maccabees IV 17:3)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 17:3)

  • ἐφ’ ᾧ μηνίσαντοσ τοῦ θεοῦ τὸν μέγαν ἱστοροῦσι Λακεδαιμονίοισ σεισμὸν ἐπιγενέσθαι. (Plutarch, Amatoriae narrationes, chapter 5 9:3)

    (플루타르코스, Amatoriae narrationes, chapter 5 9:3)

  • "ῦσ οἱο͂ν ἀτεχνῶσ πυρὸσ ἀφεῖλον τὸ μανικόν, αὐγὴν δὲ καὶ φῶσ ἀπέλιπον τῇ ψυχῇ μετὰ θερμότητοσ, οὐ σεισμόν, ὥσ τισ εἶπε, κινούσησ ἐπὶ σπέρμα καὶ ὄλισθον ἀτόμων ὑπὸ λειότητοσ καὶ γαργαλισμοῦ θλιβομένων, διάχυσιν δὲ θαυμαστὴν καὶ γόνιμον ὥσπερ ἐν φυτῷ βλαστάνοντι καὶ τρεφομένῳ καὶ πόρουσ ἀνοίγουσαν εὐπειθείασ καὶ φιλοφροσύνησ, οὐκ ἂν εἰή πολὺσ χρόνοσ, ἐν ᾧ τό τε σῶμα τὸ τῶν ἐρωμένων παρελθόντεσ ἔσω φέρονται καὶ ἅπτονται τοῦ ἤθουσ, ἐκκαλούμενοι τὰσ ὄψεισ καθορῶσι καὶ συγγίνονται διὰ λόγων τὰ πολλὰ καὶ πράξεων ἀλλήλοισ, ἂν περίκομμα τοῦ καλοῦ καὶ εἴδωλον ἐν ταῖσ διανοίαισ ἔχωσιν εἰ δὲ μή, χαίρειν ἐῶσι καὶ τρέπονται πρὸσ ἑτέρουσ ὥσπερ αἱ μέλιτται πολλὰ τῶν χλωρῶν καὶ ἀνθηρῶν μέλι δ’ οὐκ ἐχόντων ἀπολιπόντεσ· (Plutarch, Amatorius, section 19 3:22)

    (플루타르코스, Amatorius, section 19 3:22)

  • οὐ φοβεῖται θάλασσαν ὁ μὴ πλέων οὐδὲ πόλεμον ὁ μὴ στρατευόμενοσ, οὐδὲ λῃστὰσ ὁ οἰκουρῶν οὐδὲ συκοφάντην ὁ πένησ οὐδὲ φθόνον ὁ ἰδιώτησ, οὐδὲ σεισμὸν ὁ ἐν Γαλάταισ οὐδὲ κεραυνὸν ὁ ἐν Αἰθίοψιν· (Plutarch, De superstitione, section 3 3:3)

    (플루타르코스, De superstitione, section 3 3:3)

  • "τὰ τέτταρα γένη, πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα, πρὶν ἢ τὸ πᾶν ὑπ’ αὐτῶν διακοσμηθὲν γενέσθαι, σεισμὸν ἐμποιεῖν τῇ ὕλῃ καὶ ὑπ’ ἐκείνησ τινάσσεσθαι διὰ τὴν ἀνωμαλίαν· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 9 4:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 9 4:1)

유의어

  1. 지진

  2. 폭풍

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION