Ancient Greek-English Dictionary Language

θιγγάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θιγγάνω

Structure: θιγγάν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: cf. Lat. te-tig-i

Sense

  1. to touch, handle
  2. to take hold of, to embrace
  3. to touch, attempt, to attack
  4. to touch, reach
  5. to reach, gain, win

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θιγγάνω θιγγάνεις θιγγάνει
Dual θιγγάνετον θιγγάνετον
Plural θιγγάνομεν θιγγάνετε θιγγάνουσιν*
SubjunctiveSingular θιγγάνω θιγγάνῃς θιγγάνῃ
Dual θιγγάνητον θιγγάνητον
Plural θιγγάνωμεν θιγγάνητε θιγγάνωσιν*
OptativeSingular θιγγάνοιμι θιγγάνοις θιγγάνοι
Dual θιγγάνοιτον θιγγανοίτην
Plural θιγγάνοιμεν θιγγάνοιτε θιγγάνοιεν
ImperativeSingular θίγγανε θιγγανέτω
Dual θιγγάνετον θιγγανέτων
Plural θιγγάνετε θιγγανόντων, θιγγανέτωσαν
Infinitive θιγγάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
θιγγανων θιγγανοντος θιγγανουσα θιγγανουσης θιγγανον θιγγανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θιγγάνομαι θιγγάνει, θιγγάνῃ θιγγάνεται
Dual θιγγάνεσθον θιγγάνεσθον
Plural θιγγανόμεθα θιγγάνεσθε θιγγάνονται
SubjunctiveSingular θιγγάνωμαι θιγγάνῃ θιγγάνηται
Dual θιγγάνησθον θιγγάνησθον
Plural θιγγανώμεθα θιγγάνησθε θιγγάνωνται
OptativeSingular θιγγανοίμην θιγγάνοιο θιγγάνοιτο
Dual θιγγάνοισθον θιγγανοίσθην
Plural θιγγανοίμεθα θιγγάνοισθε θιγγάνοιντο
ImperativeSingular θιγγάνου θιγγανέσθω
Dual θιγγάνεσθον θιγγανέσθων
Plural θιγγάνεσθε θιγγανέσθων, θιγγανέσθωσαν
Infinitive θιγγάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
θιγγανομενος θιγγανομενου θιγγανομενη θιγγανομενης θιγγανομενον θιγγανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔτι τοίνυν ἡ μὲν αἴσθησισ πολλάκισ ἡμᾶσ ἐξαπατᾷ, ὅταν ἱματίων ἢ ἐρίων ψυχρῶν θιγγάνωμεν, οἰομένουσ ὑγρῶν θιγγάνειν διὰ τὸ κοινὴν ἀμφοτέροισ οὐσίαν ὑπάρχειν καὶ τὰσ φύσεισ σύνεγγυσ εἶναι καὶ οἰκείασ. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 16 5:1)

Synonyms

  1. to touch

  2. to take hold of

  3. to touch

  4. to touch

  5. to reach

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION