Ancient Greek-English Dictionary Language

θηρευτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θηρευτικός θηρευτική θηρευτικόν

Structure: θηρευτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from qhreu/w

Sense

  1. of or for hunting, hounds, of hunters

Examples

  • συμπάσησ γὰρ τέχνησ τὸ μὲν ἥμισυ μέροσ κτητικὸν ἦν, κτητικοῦ δὲ χειρωτικόν, χειρωτικοῦ δὲ θηρευτικόν, τοῦ δὲ θηρευτικοῦ ζῳοθηρικόν, ζῳοθηρικοῦ δὲ ἐνυγροθηρικόν, ἐνυγροθηρικοῦ δὲ τὸ κάτωθεν τμῆμα ὅλον ἁλιευτικόν, ἁλιευτικῆσ δὲ πληκτικόν, πληκτικῆσ δὲ ἀγκιστρευτικόν· (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 31:4)
  • ὁμοίωσ μηδ’ ἂν ἐπ’ ὀχεύσει κυνὸσ ἤτοι θηρευτικοῦ ἢ ποιμνίων φύλακοσ λάβῃ τισ μισθόν, ἐκ τούτου θύειν τῷ θεῷ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 4 262:3)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION