Ancient Greek-English Dictionary Language

θηρευτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θηρευτικός θηρευτική θηρευτικόν

Structure: θηρευτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from qhreu/w

Sense

  1. of or for hunting, hounds, of hunters

Examples

  • οἱ δὲ καὶ μιγνύντεσ ἐκ τούτων ἡδέωσ ζῶσι, προσαναπληροῦντεσ τὸν ἐνδεέστερον βίον, ᾗ τυγχάνει ἐλλείπων πρὸσ τὸ αὐτάρκησ εἶναι, οἱο͂ν οἱ μὲν νομαδικὸν ἅμα καὶ λῃστρικόν, οἱ δὲ γεωργικὸν καὶ θηρευτικόν· (Aristotle, Politics, Book 1 98:2)
  • "ἥδιον δὲ καὶ περὶ κυνῶν ἄνδρα θηρευτικὸν ἐρωτᾶν καὶ φιλαθλητὴν περὶ γυμνικῶν ἀγώνων καὶ περὶ καλῶν ἐρωτικόν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 7:9)
  • τὸ δὴ μαθηματικὸν αὖ μετὰ τοῦτο εἶδοσ ὅλον καὶ τὸ τῆσ γνωρίσεωσ τό τε χρηματιστικὸν καὶ ἀγωνιστικὸν καὶ θηρευτικόν, ἐπειδὴ δημιουργεῖ μὲν οὐδὲν τούτων, τὰ δὲ ὄντα καὶ γεγονότα τὰ μὲν χειροῦται λόγοισ καὶ πράξεσι, τὰ δὲ τοῖσ χειρουμένοισ οὐκ ἐπιτρέπει, μάλιστ’ ἄν που διὰ ταῦτα συνάπαντα τὰ μέρη τέχνη τισ κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 21:2)
  • τὸ μὲν ἀναφανδὸν ὅλον ἀγωνιστικὸν θέντασ, τὸ δὲ κρυφαῖον αὐτῆσ πᾶν θηρευτικόν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 23:1)
  • συμπάσησ γὰρ τέχνησ τὸ μὲν ἥμισυ μέροσ κτητικὸν ἦν, κτητικοῦ δὲ χειρωτικόν, χειρωτικοῦ δὲ θηρευτικόν, τοῦ δὲ θηρευτικοῦ ζῳοθηρικόν, ζῳοθηρικοῦ δὲ ἐνυγροθηρικόν, ἐνυγροθηρικοῦ δὲ τὸ κάτωθεν τμῆμα ὅλον ἁλιευτικόν, ἁλιευτικῆσ δὲ πληκτικόν, πληκτικῆσ δὲ ἀγκιστρευτικόν· (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 31:4)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION