Ancient Greek-English Dictionary Language

θηρευτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θηρευτικός θηρευτική θηρευτικόν

Structure: θηρευτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from qhreu/w

Sense

  1. of or for hunting, hounds, of hunters

Examples

  • τῆσ δ’ ἐπιχειρητικῆσ καὶ θηρευτικῆσ δεινότητοσ αὐτῶν ἐν πολλοῖσ σοφίσματα κατιδεῖν ἔστιν. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 271)
  • οὐδεμία, ἔφη, τῆσ θηρευτικῆσ αὐτῆσ ἐπὶ πλέον ἐστὶν ἢ ὅσον θηρεῦσαι καὶ χειρώσασθαι· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 221:1)
  • κατὰ δὴ τὸν νῦν, ὦ Θεαίτητε, λόγον, ὡσ ἐοίκεν, ἡ τέχνησ οἰκειωτικῆσ, <χειρωτικῆσ>, κτητικῆσ, θηρευτικῆσ, ζῳοθηρίασ, πεζοθηρίασ, χερσαίασ, ἡμεροθηρικῆσ, ἀνθρωποθηρίασ, <πιθανοθηρίασ>, ἰδιοθηρίασ, μισθαρνικῆσ, νομισματοπωλικῆσ, δοξοπαιδευτικῆσ, νέων πλουσίων καὶ ἐνδόξων γιγνομένη θήρα προσρητέον, ὡσ ὁ νῦν λόγοσ ἡμῖν συμβαίνει, σοφιστική. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 44:1)
  • ταῦτα δὴ περί τε ταύτασ τὰσ ἐπιστήμασ εἰ γίγνοιτο οὕτωσ ὡσ λέγομεν, ὦ Σώκρατεσ, καὶ στρατηγικῆσ καὶ συμπάσησ ἡστινοσοῦν θηρευτικῆσ καὶ γραφικῆσ ἢ συμπάσησ μέροσ ὁτιοῦν μιμητικῆσ καὶ τεκτονικῆσ καὶ συνόλησ ὁποιασοῦν σκευουργίασ ἢ καὶ γεωργίασ καὶ τῆσ περὶ τὰ φυτὰ συνόλησ τέχνησ, ἢ καί τινα ἱπποφορβίαν αὖ κατὰ συγγράμματα θεασαίμεθα γιγνομένην ἢ σύμπασαν ἀγελαιοκομικὴν ἢ μαντικὴν ἢ πᾶν ὅτι μέροσ διακονικὴ περιείληφεν, ἢ πεττείαν ἢ σύμπασαν ἀριθμητικὴν ψιλὴν εἴτε ἐπίπεδον εἴτ’ ἐν βάθεσιν εἴτ’ ἐν τάχεσιν οὖσάν που, ‐ περὶ ἅπαντα ταῦτα οὕτω πραττόμενα τί ποτ’ ἂν φανείη, κατὰ συγγράμματα γιγνόμενα καὶ μὴ κατὰ τέχνην; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 256:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION