Ancient Greek-English Dictionary Language

πρώιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρώιος πρώιη πρώιον

Structure: πρωι (Stem) + ος (Ending)

Etym.:

Sense

  1. early
  2. early in the day, at early morn
  3. early in the year, early

Examples

  • Σέλευκοσ δ’ ἐν Γλώσσαισ πρῳτερικήν φησι καλεῖσθαι γένοσ τι συκῆσ, ἥτισ φέρει πρώιον τὸν καρπόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 12 1:1)
  • πεντάδα τὴν σταφυλῆσ εὐρώγεα, καὶ μελιηδὲσ πρώιον εὐφύλλων σῦκον ἀπ’ ἀκρεμόνων, καὶ ταύτην ἀπέτηλον ἁλινήκτειραν ἐλαίην, καὶ ψαιστῶν ὀλίγον δρᾶγμα πενιχραλέων, καὶ σταγόνα σπονδῖτιν, ἀεὶ θυέεσσιν ὀπηδόν, τὴν κύλικοσ βαιῷ πυθμένι κευθομένην. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1902)
  • Ἀκτῖτ’ ὦ καλαμευτά, ποτὶ ξερὸν ἔλθ’ ἀπὸ πέτρασ, καί με λάβ’ εὐάρχαν πρώιον ἐμπολέα. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 3041)
  • οὕτω δὴ Πύλιον τὸν Ἀγήνοροσ, ἄκριτε Μοῖρα, πρώιον ἐξ ἥβασ ἔθρισασ Αἰολέων, κῆρασ ἐπισσεύσασα. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4391)
  • Γρυνέα τὸν πρέσβυν, τὸν ἁλιτρύτου ἀπὸ κύμβησ ζῶντα, τὸν ἀγκίστροισ καὶ μογέοντα λίνοισ, ἐκ δεινοῦ τρηχεῖα Νότου κατέδυσε θάλασσα, ἔβρασε δ’ ἐσ κροκάλην πρώϊον ἠϊόνα, χεῖρασ ἀποβρωθέντα. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2941)

Synonyms

  1. early

  2. early in the day

  3. early in the year

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION