헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προστυγχάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προστυγχάνω προστεύξομαι

형태분석: προς (접두사) + τυγχάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빛내다, 우연히 만나다, 빛을 비추다, 우연히 마주치다, 우연히 발견하다, 생각이 들다, 우러나다, 일어나다, 얻다
  1. to obtain one's share of, to meet with, hit upon, light upon, the first person one meets, the first that offers, any body, guests' fare

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστυγχάνω

(나는) 빛낸다

προστυγχάνεις

(너는) 빛낸다

προστυγχάνει

(그는) 빛낸다

쌍수 προστυγχάνετον

(너희 둘은) 빛낸다

προστυγχάνετον

(그 둘은) 빛낸다

복수 προστυγχάνομεν

(우리는) 빛낸다

προστυγχάνετε

(너희는) 빛낸다

προστυγχάνουσιν*

(그들은) 빛낸다

접속법단수 προστυγχάνω

(나는) 빛내자

προστυγχάνῃς

(너는) 빛내자

προστυγχάνῃ

(그는) 빛내자

쌍수 προστυγχάνητον

(너희 둘은) 빛내자

προστυγχάνητον

(그 둘은) 빛내자

복수 προστυγχάνωμεν

(우리는) 빛내자

προστυγχάνητε

(너희는) 빛내자

προστυγχάνωσιν*

(그들은) 빛내자

기원법단수 προστυγχάνοιμι

(나는) 빛내기를 (바라다)

προστυγχάνοις

(너는) 빛내기를 (바라다)

προστυγχάνοι

(그는) 빛내기를 (바라다)

쌍수 προστυγχάνοιτον

(너희 둘은) 빛내기를 (바라다)

προστυγχανοίτην

(그 둘은) 빛내기를 (바라다)

복수 προστυγχάνοιμεν

(우리는) 빛내기를 (바라다)

προστυγχάνοιτε

(너희는) 빛내기를 (바라다)

προστυγχάνοιεν

(그들은) 빛내기를 (바라다)

명령법단수 προστύγχανε

(너는) 빛내어라

προστυγχανέτω

(그는) 빛내어라

쌍수 προστυγχάνετον

(너희 둘은) 빛내어라

προστυγχανέτων

(그 둘은) 빛내어라

복수 προστυγχάνετε

(너희는) 빛내어라

προστυγχανόντων, προστυγχανέτωσαν

(그들은) 빛내어라

부정사 προστυγχάνειν

빛내는 것

분사 남성여성중성
προστυγχανων

προστυγχανοντος

προστυγχανουσα

προστυγχανουσης

προστυγχανον

προστυγχανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστυγχάνομαι

(나는) 빛내여진다

προστυγχάνει, προστυγχάνῃ

(너는) 빛내여진다

προστυγχάνεται

(그는) 빛내여진다

쌍수 προστυγχάνεσθον

(너희 둘은) 빛내여진다

προστυγχάνεσθον

(그 둘은) 빛내여진다

복수 προστυγχανόμεθα

(우리는) 빛내여진다

προστυγχάνεσθε

(너희는) 빛내여진다

προστυγχάνονται

(그들은) 빛내여진다

접속법단수 προστυγχάνωμαι

(나는) 빛내여지자

προστυγχάνῃ

(너는) 빛내여지자

προστυγχάνηται

(그는) 빛내여지자

쌍수 προστυγχάνησθον

(너희 둘은) 빛내여지자

προστυγχάνησθον

(그 둘은) 빛내여지자

복수 προστυγχανώμεθα

(우리는) 빛내여지자

προστυγχάνησθε

(너희는) 빛내여지자

προστυγχάνωνται

(그들은) 빛내여지자

기원법단수 προστυγχανοίμην

(나는) 빛내여지기를 (바라다)

προστυγχάνοιο

(너는) 빛내여지기를 (바라다)

προστυγχάνοιτο

(그는) 빛내여지기를 (바라다)

쌍수 προστυγχάνοισθον

(너희 둘은) 빛내여지기를 (바라다)

προστυγχανοίσθην

(그 둘은) 빛내여지기를 (바라다)

복수 προστυγχανοίμεθα

(우리는) 빛내여지기를 (바라다)

προστυγχάνοισθε

(너희는) 빛내여지기를 (바라다)

προστυγχάνοιντο

(그들은) 빛내여지기를 (바라다)

명령법단수 προστυγχάνου

(너는) 빛내여져라

προστυγχανέσθω

(그는) 빛내여져라

쌍수 προστυγχάνεσθον

(너희 둘은) 빛내여져라

προστυγχανέσθων

(그 둘은) 빛내여져라

복수 προστυγχάνεσθε

(너희는) 빛내여져라

προστυγχανέσθων, προστυγχανέσθωσαν

(그들은) 빛내여져라

부정사 προστυγχάνεσθαι

빛내여지는 것

분사 남성여성중성
προστυγχανομενος

προστυγχανομενου

προστυγχανομενη

προστυγχανομενης

προστυγχανομενον

προστυγχανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστεύξομαι

(나는) 빛내겠다

προστεύξει, προστεύξῃ

(너는) 빛내겠다

προστεύξεται

(그는) 빛내겠다

쌍수 προστεύξεσθον

(너희 둘은) 빛내겠다

προστεύξεσθον

(그 둘은) 빛내겠다

복수 προστευξόμεθα

(우리는) 빛내겠다

προστεύξεσθε

(너희는) 빛내겠다

προστεύξονται

(그들은) 빛내겠다

기원법단수 προστευξοίμην

(나는) 빛내겠기를 (바라다)

προστεύξοιο

(너는) 빛내겠기를 (바라다)

προστεύξοιτο

(그는) 빛내겠기를 (바라다)

쌍수 προστεύξοισθον

(너희 둘은) 빛내겠기를 (바라다)

προστευξοίσθην

(그 둘은) 빛내겠기를 (바라다)

복수 προστευξοίμεθα

(우리는) 빛내겠기를 (바라다)

προστεύξοισθε

(너희는) 빛내겠기를 (바라다)

προστεύξοιντο

(그들은) 빛내겠기를 (바라다)

부정사 προστεύξεσθαι

빛낼 것

분사 남성여성중성
προστευξομενος

προστευξομενου

προστευξομενη

προστευξομενης

προστευξομενον

προστευξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσετύγχανον

(나는) 빛내고 있었다

προσετύγχανες

(너는) 빛내고 있었다

προσετύγχανεν*

(그는) 빛내고 있었다

쌍수 προσετυγχάνετον

(너희 둘은) 빛내고 있었다

προσετυγχανέτην

(그 둘은) 빛내고 있었다

복수 προσετυγχάνομεν

(우리는) 빛내고 있었다

προσετυγχάνετε

(너희는) 빛내고 있었다

προσετύγχανον

(그들은) 빛내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσετυγχανόμην

(나는) 빛내여지고 있었다

προσετυγχάνου

(너는) 빛내여지고 있었다

προσετυγχάνετο

(그는) 빛내여지고 있었다

쌍수 προσετυγχάνεσθον

(너희 둘은) 빛내여지고 있었다

προσετυγχανέσθην

(그 둘은) 빛내여지고 있었다

복수 προσετυγχανόμεθα

(우리는) 빛내여지고 있었다

προσετυγχάνεσθε

(너희는) 빛내여지고 있었다

προσετυγχάνοντο

(그들은) 빛내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν δ’ ἑσπέρα, καὶ πολλοὶ μὲν αὐτῷ προσετύγχανον, ἐγνώριζε δ’ οὐδείσ. (Plutarch, Lives, chapter 23 1:1)

    (플루타르코스, Lives, chapter 23 1:1)

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION