호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
기본형: προκομίζω προκομίσω
형태분석: προ (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προκομίζω (나는) 생산한다 |
προκομίζεις (너는) 생산한다 |
προκομίζει (그는) 생산한다 |
쌍수 | προκομίζετον (너희 둘은) 생산한다 |
προκομίζετον (그 둘은) 생산한다 |
||
복수 | προκομίζομεν (우리는) 생산한다 |
προκομίζετε (너희는) 생산한다 |
προκομίζουσι(ν) (그들은) 생산한다 |
|
접속법 | 단수 | προκομίζω (나는) 생산하자 |
προκομίζῃς (너는) 생산하자 |
προκομίζῃ (그는) 생산하자 |
쌍수 | προκομίζητον (너희 둘은) 생산하자 |
προκομίζητον (그 둘은) 생산하자 |
||
복수 | προκομίζωμεν (우리는) 생산하자 |
προκομίζητε (너희는) 생산하자 |
προκομίζωσι(ν) (그들은) 생산하자 |
|
기원법 | 단수 | προκομίζοιμι (나는) 생산하기를 (바라다) |
προκομίζοις (너는) 생산하기를 (바라다) |
προκομίζοι (그는) 생산하기를 (바라다) |
쌍수 | προκομίζοιτον (너희 둘은) 생산하기를 (바라다) |
προκομιζοίτην (그 둘은) 생산하기를 (바라다) |
||
복수 | προκομίζοιμεν (우리는) 생산하기를 (바라다) |
προκομίζοιτε (너희는) 생산하기를 (바라다) |
προκομίζοιεν (그들은) 생산하기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | προκόμιζε (너는) 생산해라 |
προκομιζέτω (그는) 생산해라 |
|
쌍수 | προκομίζετον (너희 둘은) 생산해라 |
προκομιζέτων (그 둘은) 생산해라 |
||
복수 | προκομίζετε (너희는) 생산해라 |
προκομιζόντων, προκομιζέτωσαν (그들은) 생산해라 |
||
부정사 | προκομίζειν 생산하는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
προκομιζων προκομιζοντος | προκομιζουσα προκομιζουσης | προκομιζον προκομιζοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προκομίζομαι (나는) 생산된다 |
προκομίζει, προκομίζῃ (너는) 생산된다 |
προκομίζεται (그는) 생산된다 |
쌍수 | προκομίζεσθον (너희 둘은) 생산된다 |
προκομίζεσθον (그 둘은) 생산된다 |
||
복수 | προκομιζόμεθα (우리는) 생산된다 |
προκομίζεσθε (너희는) 생산된다 |
προκομίζονται (그들은) 생산된다 |
|
접속법 | 단수 | προκομίζωμαι (나는) 생산되자 |
προκομίζῃ (너는) 생산되자 |
προκομίζηται (그는) 생산되자 |
쌍수 | προκομίζησθον (너희 둘은) 생산되자 |
προκομίζησθον (그 둘은) 생산되자 |
||
복수 | προκομιζώμεθα (우리는) 생산되자 |
προκομίζησθε (너희는) 생산되자 |
προκομίζωνται (그들은) 생산되자 |
|
기원법 | 단수 | προκομιζοίμην (나는) 생산되기를 (바라다) |
προκομίζοιο (너는) 생산되기를 (바라다) |
προκομίζοιτο (그는) 생산되기를 (바라다) |
쌍수 | προκομίζοισθον (너희 둘은) 생산되기를 (바라다) |
προκομιζοίσθην (그 둘은) 생산되기를 (바라다) |
||
복수 | προκομιζοίμεθα (우리는) 생산되기를 (바라다) |
προκομίζοισθε (너희는) 생산되기를 (바라다) |
προκομίζοιντο (그들은) 생산되기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | προκομίζου (너는) 생산되어라 |
προκομιζέσθω (그는) 생산되어라 |
|
쌍수 | προκομίζεσθον (너희 둘은) 생산되어라 |
προκομιζέσθων (그 둘은) 생산되어라 |
||
복수 | προκομίζεσθε (너희는) 생산되어라 |
προκομιζέσθων, προκομιζέσθωσαν (그들은) 생산되어라 |
||
부정사 | προκομίζεσθαι 생산되는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
προκομιζομενος προκομιζομενου | προκομιζομενη προκομιζομενης | προκομιζομενον προκομιζομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προκομίσω (나는) 생산하겠다 |
προκομίσεις (너는) 생산하겠다 |
προκομίσει (그는) 생산하겠다 |
쌍수 | προκομίσετον (너희 둘은) 생산하겠다 |
προκομίσετον (그 둘은) 생산하겠다 |
||
복수 | προκομίσομεν (우리는) 생산하겠다 |
προκομίσετε (너희는) 생산하겠다 |
προκομίσουσι(ν) (그들은) 생산하겠다 |
|
기원법 | 단수 | προκομίσοιμι (나는) 생산하겠기를 (바라다) |
προκομίσοις (너는) 생산하겠기를 (바라다) |
προκομίσοι (그는) 생산하겠기를 (바라다) |
쌍수 | προκομίσοιτον (너희 둘은) 생산하겠기를 (바라다) |
προκομισοίτην (그 둘은) 생산하겠기를 (바라다) |
||
복수 | προκομίσοιμεν (우리는) 생산하겠기를 (바라다) |
προκομίσοιτε (너희는) 생산하겠기를 (바라다) |
προκομίσοιεν (그들은) 생산하겠기를 (바라다) |
|
부정사 | προκομίσειν 생산할 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
προκομισων προκομισοντος | προκομισουσα προκομισουσης | προκομισον προκομισοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προκομίσομαι (나는) 생산되겠다 |
προκομίσει, προκομίσῃ (너는) 생산되겠다 |
προκομίσεται (그는) 생산되겠다 |
쌍수 | προκομίσεσθον (너희 둘은) 생산되겠다 |
προκομίσεσθον (그 둘은) 생산되겠다 |
||
복수 | προκομισόμεθα (우리는) 생산되겠다 |
προκομίσεσθε (너희는) 생산되겠다 |
προκομίσονται (그들은) 생산되겠다 |
|
기원법 | 단수 | προκομισοίμην (나는) 생산되겠기를 (바라다) |
προκομίσοιο (너는) 생산되겠기를 (바라다) |
προκομίσοιτο (그는) 생산되겠기를 (바라다) |
쌍수 | προκομίσοισθον (너희 둘은) 생산되겠기를 (바라다) |
προκομισοίσθην (그 둘은) 생산되겠기를 (바라다) |
||
복수 | προκομισοίμεθα (우리는) 생산되겠기를 (바라다) |
προκομίσοισθε (너희는) 생산되겠기를 (바라다) |
προκομίσοιντο (그들은) 생산되겠기를 (바라다) |
|
부정사 | προκομίσεσθαι 생산될 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
προκομισομενος προκομισομενου | προκομισομενη προκομισομενης | προκομισομενον προκομισομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προεκόμιζον (나는) 생산하고 있었다 |
προεκόμιζες (너는) 생산하고 있었다 |
προεκόμιζε(ν) (그는) 생산하고 있었다 |
쌍수 | προεκομίζετον (너희 둘은) 생산하고 있었다 |
προεκομιζέτην (그 둘은) 생산하고 있었다 |
||
복수 | προεκομίζομεν (우리는) 생산하고 있었다 |
προεκομίζετε (너희는) 생산하고 있었다 |
προεκόμιζον (그들은) 생산하고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | προεκομιζόμην (나는) 생산되고 있었다 |
προεκομίζου (너는) 생산되고 있었다 |
προεκομίζετο (그는) 생산되고 있었다 |
쌍수 | προεκομίζεσθον (너희 둘은) 생산되고 있었다 |
προεκομιζέσθην (그 둘은) 생산되고 있었다 |
||
복수 | προεκομιζόμεθα (우리는) 생산되고 있었다 |
προεκομίζεσθε (너희는) 생산되고 있었다 |
προεκομίζοντο (그들은) 생산되고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []