Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαθίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκαθίζω

Structure: προ (Prefix) + κατ (Prefix) + ί̔ζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to sit down or alight before
  2. to sit in public, sit in state
  3. to settle before
  4. to set over

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαθίζω προκαθίζεις προκαθίζει
Dual προκαθίζετον προκαθίζετον
Plural προκαθίζομεν προκαθίζετε προκαθίζουσιν*
SubjunctiveSingular προκαθίζω προκαθίζῃς προκαθίζῃ
Dual προκαθίζητον προκαθίζητον
Plural προκαθίζωμεν προκαθίζητε προκαθίζωσιν*
OptativeSingular προκαθίζοιμι προκαθίζοις προκαθίζοι
Dual προκαθίζοιτον προκαθιζοίτην
Plural προκαθίζοιμεν προκαθίζοιτε προκαθίζοιεν
ImperativeSingular προκαθίζε προκαθιζέτω
Dual προκαθίζετον προκαθιζέτων
Plural προκαθίζετε προκαθιζόντων, προκαθιζέτωσαν
Infinitive προκαθίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαθιζων προκαθιζοντος προκαθιζουσα προκαθιζουσης προκαθιζον προκαθιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαθίζομαι προκαθίζει, προκαθίζῃ προκαθίζεται
Dual προκαθίζεσθον προκαθίζεσθον
Plural προκαθιζόμεθα προκαθίζεσθε προκαθίζονται
SubjunctiveSingular προκαθίζωμαι προκαθίζῃ προκαθίζηται
Dual προκαθίζησθον προκαθίζησθον
Plural προκαθιζώμεθα προκαθίζησθε προκαθίζωνται
OptativeSingular προκαθιζοίμην προκαθίζοιο προκαθίζοιτο
Dual προκαθίζοισθον προκαθιζοίσθην
Plural προκαθιζοίμεθα προκαθίζοισθε προκαθίζοιντο
ImperativeSingular προκαθίζου προκαθιζέσθω
Dual προκαθίζεσθον προκαθιζέσθων
Plural προκαθίζεσθε προκαθιζέσθων, προκαθιζέσθωσαν
Infinitive προκαθίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαθιζομενος προκαθιζομενου προκαθιζομενη προκαθιζομενης προκαθιζομενον προκαθιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to sit down or alight before

  2. to settle before

  3. to set over

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION