Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυθρύλητος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολυθρύλητος πολυθρύλητον

Structure: πολυθρυλητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qrule/w

Sense

  1. much-spoken-of, well known, notorious

Examples

  • ἢ ποῦ γάρ ἐστιν ἡ πολυθρύλητοσ ἀρετὴ καὶ φύσισ καὶ εἱμαρμένη καὶ τύχη, ἀνυπόστατα καὶ κενὰ πραγμάτων ὀνόματα ὑπὸ βλακῶν ἀνθρώπων τῶν φιλοσόφων ἐπινοηθέντα ; (Lucian, Deorum concilium, (no name) 13:3)
  • "αὐτόσ, ὦ Ἀθήναιε, μετειληφὼσ τῆσ καλῆσ ἐκείνησ συνουσίασ τῶν νῦν ἐπικληθέντων δειπνοσοφιστῶν, ἥτισ ἀνὰ τὴν πόλιν πολυθρύλητοσ ἐγένετο, ἢ παρ’ ἄλλου μαθὼν τοῖσ ἑταίροισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 3 1:1)
  • ἡ ἔνδοξοσ αὕτη καὶ πολυθρύλητοσ λίθοσ ἡ τὸν σίδηρον ἐπισπωμένη. (Galen, On the Natural Faculties., , section 144)
  • "διὰ τί ὁ πολυθρύλητοσ ᾄδεται Ταλάσιοσ ἐν τοῖσ γάμοισ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 31 1:1)
  • "διὰ τί ὁ πολυθρύλητοσ ᾄδεται Ταλάσιοσ ἐν τοῖσ γάμοισ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 311)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION