Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυπρόσωπος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολυπρόσωπος πολυπρόσωπον

Structure: πολυπροσωπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pro/swpon

Sense

  1. many-faced, with many masks or characters

Examples

  • νομιστέον γὰρ τῇ Σπαρτιατικῇ ἱστορίᾳ καὶ τὴν Ἰλιακὴν συνῆφθαι, πολλὴν οὖσαν καὶ πολυπρόσωπον καθ’ ἕκαστον γοῦν τῶν ἐκεῖ πεσόντων δρᾶμα τῇ σκηνῇ πρόκειται· (Lucian, De saltatione, (no name) 46:1)
  • τὰ δὲ ψυχρὰ ἐν τέτταρσι γίγνεται κατὰ τὴν λέξιν, ἔν τε τοῖσ διπλοῖσ ὀνόμασιν, οἱο͂ν Λυκόφρων "τὸν πολυπρόσωπον οὐρανὸν τῆσ μεγαλοκορύφου γῆσ" , καὶ "ἀκτὴν δὲ στενοπόρον" , καὶ ὡσ Γοργίασ ὠνόμαζεν "πτωχομουσοκόλοκασ ἐπιορκήσαντασ κατ’ εὐορκήσαντοσ" , καὶ ὡσ Ἀλκιδάμασ "μένουσ μὲν τὴν ψυχὴν πληρουμένην, πυρίχρων δὲ τὴν ὄψιν γιγνομένην" , καὶ "τελεσφόρον" ᾠήθη τὴν προθυμίαν αὐτῶν γενήσεσθαι, καὶ "τελεσφόρον" τὴν πειθὼ τῶν λόγων κατέστησεν, καὶ "κυανόχρων" τὸ τῆσ θαλάττησ ἔδαφοσ· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 3 1:1)
  • "ἀποπέμπω δὲ τῆσ ὀρχήσεωσ τὴν Πυλάδειον, ὀγκώδη καὶ παθητικὴν καὶ πολυπρόσωπον οὖσαν· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 10:6)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION