Ancient Greek-English Dictionary Language

πολεμοποιός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολεμοποιός πολεμοποιόν

Structure: πολεμοποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poi/ew

Sense

  1. engaging in war

Examples

  • καὶ τοῖσ φθονοῦσιν αἰτίαν παρέσχε καταπαύων τὸν πόλεμον αὔξειν τὰ Ῥωμαίων, ἐπὶ τυραννίδι καί δουλώσει τῆσ πατρίδοσ, αἰσθόμενοσ δὲ τοὺσ λόγουσ τούτουσ βουλομένῳ τῷ πλήθει λεγομένουσ, καί προσκρούοντα τοῖσ πολεμοποιοῖσ καί στρατιωτικοῖσ ἑαυτόν, ἐφοβεῖτο τὴν κρίσιν, ἑταιρείαν δὲ καί δύναμιν φίλων καί οἰκείων ἔχων ἀμύνουσαν περὶ αὑτὸν ἐστασίαζε. (Plutarch, Publicola, chapter 21 2:2)

Synonyms

  1. engaging in war

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION