Ancient Greek-English Dictionary Language

πνιγηρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πνιγηρός πνιγηρή πνιγηρόν

Structure: πνιγηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pni/gw

Sense

  1. choking, stifling

Examples

  • θέρουσ ὡρ́ᾳ πολλῶν ὁμοῦ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῖσ καὶ σκηνώμασι πνιγηροῖσ ἠναγκασμένων διαιτᾶσθαι δίαιταν οἰκουρὸν καὶ ἀργὴν ἀντὶ καθαρᾶσ καὶ ἀναπεπταμένησ τῆσ πρότερον, τούτου δ’ αἴτιοσ ὁ τῷ πολέμῳ τὸν ἀπὸ τῆσ χώρασ ὄχλον εἰσ τὰ τείχη καταχεάμενοσ καὶ πρὸσ οὐδὲν ἀνθρώποισ τοσούτοισ χρώμενοσ, ἀλλ’ ἐῶν ὥσπερ βοσκήματα καθειργμένουσ ἀναπίμπλασθαι φθορᾶσ ἀπ’ ἀλλήλων, καὶ μηδεμίαν μεταβολὴν μηδ’ ἀναψυχὴν ἐκπορίζων. (Plutarch, , chapter 34 4:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION