- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλεθριαῖος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: plethriaios 고전 발음: [리아] 신약 발음: [리애오]

기본형: πλεθριαῖος πλεθριαῖη πλεθριαῖον

형태분석: πλεθριαι (어간) + ος (어미)

어원: πλέθρον

  1. broad or long

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πλεθριαῖος

(이)가

πλεθριαία

(이)가

πλεθριαῖον

(것)가

속격 πλεθριαίου

(이)의

πλεθριαίας

(이)의

πλεθριαίου

(것)의

여격 πλεθριαίῳ

(이)에게

πλεθριαίᾳ

(이)에게

πλεθριαίῳ

(것)에게

대격 πλεθριαῖον

(이)를

πλεθριαίαν

(이)를

πλεθριαῖον

(것)를

호격 πλεθριαῖε

(이)야

πλεθριαία

(이)야

πλεθριαῖον

(것)야

쌍수주/대/호 πλεθριαίω

(이)들이

πλεθριαία

(이)들이

πλεθριαίω

(것)들이

속/여 πλεθριαίοιν

(이)들의

πλεθριαίαιν

(이)들의

πλεθριαίοιν

(것)들의

복수주격 πλεθριαῖοι

(이)들이

πλεθριαῖαι

(이)들이

πλεθριαῖα

(것)들이

속격 πλεθριαίων

(이)들의

πλεθριαιῶν

(이)들의

πλεθριαίων

(것)들의

여격 πλεθριαίοις

(이)들에게

πλεθριαίαις

(이)들에게

πλεθριαίοις

(것)들에게

대격 πλεθριαίους

(이)들을

πλεθριαίας

(이)들을

πλεθριαῖα

(것)들을

호격 πλεθριαῖοι

(이)들아

πλεθριαῖαι

(이)들아

πλεθριαῖα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν δὲ καὶ ἴχνη δύο πλησίον ἐπὶ πέτρας, τὸ μὲν πλεθριαῖον, τὸ δὲ ἔλαττον - ἐμοὶ δοκεῖν, τὸ μὲν τοῦ Διονύσου, τὸ μικρότερον, θάτερον δὲ Ἡρακλέους. (Lucian, Verae Historiae, book 1 7:3)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 7:3)

  • ἔβαλλον μέντοι καὶ ἐτίτρωσκον ὀστρέοις τε ἁμαξοπληθέσι καὶ σπόγγοις πλεθριαίοις. (Lucian, Verae Historiae, book 1 41:6)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 41:6)

  • πορευόμενοι δὲ διὰ ταύτης τῆς χώρας ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸν Μάσκαν ποταμόν, τὸ εὖρος πλεθριαῖον. (Xenophon, Anabasis, , chapter 5 4:2)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 5 4:2)

  • εἰσὶ δὲ τέτταρες, τὸ μὲν εὖρος πλεθριαῖαι, βαθεῖαι δὲ ἰσχυρῶς, καὶ πλοῖα πλεῖ ἐν αὐταῖς σιταγωγά: (Xenophon, Anabasis, , chapter 7 16:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 7 16:3)

  • μετὰ τοῦτο ἐπορεύθησαν ἑπτὰ σταθμοὺς ἀνὰ πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας παρὰ τὸν Φᾶσιν ποταμόν, εὖρος πλεθριαῖον. (Xenophon, Anabasis, , chapter 6 5:1)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 6 5:1)

유의어

  1. broad or long

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION