- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλεκτός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: plektos 고전 발음: [렉또] 신약 발음: [랙또]

기본형: πλεκτός πλεκτή πλεκτόν

형태분석: πλεκτ (어간) + ος (어미)

어원: πλέκω

  1. 짠, 꼬아 합쳐진, 땋은, 꼰
  1. plaited, twisted, wicker, the twisted
  2. wreathed

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πλεκτός

짠 (이)가

πλεκτή

짠 (이)가

πλεκτόν

짠 (것)가

속격 πλεκτοῦ

짠 (이)의

πλεκτῆς

짠 (이)의

πλεκτοῦ

짠 (것)의

여격 πλεκτῷ

짠 (이)에게

πλεκτῇ

짠 (이)에게

πλεκτῷ

짠 (것)에게

대격 πλεκτόν

짠 (이)를

πλεκτήν

짠 (이)를

πλεκτόν

짠 (것)를

호격 πλεκτέ

짠 (이)야

πλεκτή

짠 (이)야

πλεκτόν

짠 (것)야

쌍수주/대/호 πλεκτώ

짠 (이)들이

πλεκτά

짠 (이)들이

πλεκτώ

짠 (것)들이

속/여 πλεκτοῖν

짠 (이)들의

πλεκταῖν

짠 (이)들의

πλεκτοῖν

짠 (것)들의

복수주격 πλεκτοί

짠 (이)들이

πλεκταί

짠 (이)들이

πλεκτά

짠 (것)들이

속격 πλεκτῶν

짠 (이)들의

πλεκτῶν

짠 (이)들의

πλεκτῶν

짠 (것)들의

여격 πλεκτοῖς

짠 (이)들에게

πλεκταῖς

짠 (이)들에게

πλεκτοῖς

짠 (것)들에게

대격 πλεκτούς

짠 (이)들을

πλεκτάς

짠 (이)들을

πλεκτά

짠 (것)들을

호격 πλεκτοί

짠 (이)들아

πλεκταί

짠 (이)들아

πλεκτά

짠 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Λοξίᾳ δ ἐγὼ χάριν πράσσων ἀδελφῷ πλεκτὸν ἐξάρας κύτος ἤνεγκα, καὶ τὸν παῖδα κρηπίδων ἔπι τίθημι ναοῦ τοῦδ, ἀναπτύξας κύτος ἑλικτὸν ἀντίπηγος, ὡς ὁρῷθ ὁ παῖς. (Euripides, Ion, episode 2:10)

    (에우리피데스, Ion, episode 2:10)

  • πολλάκις δὲ καὶ πλεκτὸν στέφανον ῥόδων ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ χρυσοϋφῆ τήβενναν φορῶν μόνος ἐρέμβετο λίθους ὑπὸ μάλης ἔχων, οἷς ἔβαλλε τῶν ἰδιωτῶν τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 52 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 52 1:2)

  • οὐδ ἐσιδεῖν ὄσσοισιν, ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντες εἰώθασι δονεῖν ψήφους αἴθωνι λυγισμῷ ἄρθρων μηλείων τ ἐπ ἄγρην δωρήματα βάλλειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 72 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 72 2:1)

  • ὁ δὲ πλεκτὸν υἱέϊ τεῦξε δόμον τούτων οὗτος ἀνήρ οὐ δεύτερον ἔργον ἔρεξεν, τόνδε τάφον ῥήξας χείρεσιν οὐχ ὁσίαις. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2184)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2184)

유의어

  1. wreathed

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION