πίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πίμπλημι
πλήσω
ἔπλησα
πέπληκα
πέπλησμαι
ἐπλήσθην
Structure:
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- I fill; (with genitive or dative) I fill with
- I fill full, satisfy, glut
- I fill an office
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐὰν δὲ μὴ βούλῃ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω ἐπὶ σὲ καὶ ἐπὶ τοὺσ θεράποντάσ σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τοὺσ οἴκουσ ὑμῶν κυνόμυιαν, καὶ πλησθήσονται αἱ οἰκίαι τῶν Αἰγυπτίων τῆσ κυνομυίησ καὶ εἰσ τὴν γῆν, ἐφ̓ ἧσ εἰσιν ἐπ̓ αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Exodus 8:17)
- καὶ πλησθήσονταί σου αἱ οἰκίαι καὶ αἱ οἰκίαι τῶν θεραπόντων σου καὶ πᾶσαι αἱ οἰκίαι ἐν πάσῃ γῇ τῶν Αἰγυπτίων, ἃ οὐδέποτε ἑωράκασιν οἱ πατέρεσ σου, οὐδ̓ οἱ πρόπαπποι αὐτῶν, ἀφ̓ ἧσ ἡμέρασ γεγόνασιν ἐπὶ τῆσ γῆσ ἕωσ τῆσ ἡμέρασ ταύτησ. καὶ ἐκκλίνασ Μωυσῆσ ἐξῆλθεν ἀπὸ Φαραώ. (Septuagint, Liber Exodus 10:6)
- ἐλεημοσύνη γὰρ ἐκ θανάτου ρύεται, καὶ αὐτὴ ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν ἁμαρτίαν. οἱ ποιοῦντεσ ἐλεημοσύνασ καὶ δικαιοσύνασ πλησθήσονται ζωῆσ, (Septuagint, Liber Thobis 12:9)
- εὐλογήσεισ τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆσ χρηστότητόσ σου, καὶ τὰ πεδία σου πλησθήσονται πιότητοσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 64:12)
- δόντοσ σου αὐτοῖσ συλλέξουσιν, ἀνοίξαντόσ σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητοσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 103:28)
Synonyms
-
I fill
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
I fill full
-
I fill an office