πίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πίμπλημι
πλήσω
ἔπλησα
πέπληκα
πέπλησμαι
ἐπλήσθην
Structure:
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- I fill; (with genitive or dative) I fill with
- I fill full, satisfy, glut
- I fill an office
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ΚΑΙ εἶπε Κύριοσ πρὸσ Σαμουήλ. ἕωσ πότε σὺ πενθεῖσ ἐπὶ Σαούλ, κἀγὼ ἐξουδένωκα αὐτὸν μὴ βασιλεύειν ἐπὶ Ἰσραήλ̣ πλῆσον τὸ κέρασ σου ἐλαίου, καὶ δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸσ Ἰεσσαὶ ἕωσ Βηθλεέμ, ὅτι ἑώρακα ἐν τοῖσ υἱοῖσ αὐτοῦ ἐμοὶ βασιλέα. (Septuagint, Liber I Samuelis 16:1)
- πλῆσον Σιὼν ἀρεταλογίασ σου, καὶ ἀπὸ τῆσ δόξησ σου τὸν λαόν σου. (Septuagint, Liber Sirach 36:13)
- καὶ εἶπε πρὸσ τὸν ἄνδρα τὸν ἐνδεδυκότα τὴν στολήν. εἴσελθε εἰσ τὸ μέσον τῶν τροχῶν τῶν ὑποκάτω τῶν Χερουβὶμ καὶ πλῆσον τὰσ δράκασ σου ἀνθράκων πυρὸσ ἐκ μέσου τῶν Χερουβὶμ καὶ διασκόρπισον ἐπὶ τὴν πόλιν. καὶ εἰσῆλθεν ἐνώπιον ἐμοῦ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 10:2)
- σὺ δ’ αὖ, τὸ σόν, παράσχεσ Αἴγαιον πόρον τρικυμίαισ βρέμοντα καὶ δίναισ ἁλόσ, πλῆσον δὲ νεκρῶν κοῖλον Εὐβοίασ μυχόν, ὡσ ἂν τὸ λοιπὸν τἄμ’ ἀνάκτορ’ εὐσεβεῖν εἰδῶσ’ Ἀχαιοί, θεούσ τε τοὺσ ἄλλουσ σέβειν. (Euripides, The Trojan Women, episode 2:28)
- πλῆσον ἀρούρασ, μή σε τὸν Εὐρώπησ βοῦν ὑπ’ ἄροτρα βάλω. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 200 1:2)
Synonyms
-
I fill
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
I fill full
-
I fill an office