πίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πίμπλημι
πλήσω
ἔπλησα
πέπληκα
πέπλησμαι
ἐπλήσθην
Structure:
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- I fill; (with genitive or dative) I fill with
- I fill full, satisfy, glut
- I fill an office
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τῷ δὲ μάγειροι μὲν φόρεον πλῆσάν τε τραπέζασ, οἷσ ἐπιτετράφαται μέγασ οὐρανὸσ ὀπτανιάων ἠμὲν ἐπισπεῦσαι δείπνου χρόνον ἠδ’ ἀναμεῖναι ἔνθ’ ἄλλοι πάντεσ λαχάνοισ ἐπὶ χεῖρασ ἰάλλον, ἀλλ’ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἀλλ’ ἤσθιον εἴδατα πάντα, βολβοὺσ ἀσπάραγόν τε καὶ ὄστρεα μυελόεντα, ὠμοτάριχον ἐῶν χαίρειν, Φοινίκιον ὄψον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 5:1)
- Δειματόεισ ἐλάφων κεραὸσ λόχοσ, εὖτε κρυώδεισ πλῆσαν ὀρῶν κορυφὰσ χιόνεαι νιφάδεσ, δείλαιαι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, ἐλπίδι φροῦδοι χλιῆναι νοτεροῖσ ἄσθμασιν ὠκὺ γόνυ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2441)
- οἱ δ’ ἄλλοι πάντεσ δίδοσαν, πλῆσαν δ’ ἄρα πήρην σίτου καὶ κρειῶν· (Homer, Odyssey, Book 17 58:2)
- τώ ῥα προκρόσσασ ἔρυσαν, καὶ πλῆσαν ἁπάσησ ἠϊόνοσ στόμα μακρόν, ὅσον συνεέργαθον ἄκραι. (Homer, Iliad, Book 14 5:5)
- οἳ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσασ πλῆσαν ὁδούσ, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν· (Homer, Iliad, Book 16 29:4)
Synonyms
-
I fill
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
I fill full
-
I fill an office