πίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πίμπλημι
πλήσω
ἔπλησα
πέπληκα
πέπλησμαι
ἐπλήσθην
Structure:
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- I fill; (with genitive or dative) I fill with
- I fill full, satisfy, glut
- I fill an office
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἴπερ οὖν ὁ Εὐριπίδησ καλῶσ εἶπε πρὸσ τὸν ἀσύνετον ἀκροατήν, οὐκ ἂν δυναίμην μὴ στέγοντα πιμπλάναι, σοφοὺσ ἐπαντλῶν ἀνδρὶ μὴ σοφῷ λόγουσ· (Plutarch, De garrulitate, section 1 1:4)
- δικαιότερον ἄν τισ εἴποι πρὸσ τὸν ἀδόλεσχον, μᾶλλον δὲ περὶ τοῦ ἀδολέσχου, οὐκ ἂν δυναίμην μὴ δεχόμενον πιμπλάναι, σοφοὺσ ἐπαντλῶν ἀνδρὶ μὴ σοφῷ λόγουσ, μᾶλλον δὲ περιαντλῶν λόγουσ ἀνθρώπῳ λαλοῦντι μὲν πρὸσ τοὺσ οὐκ ἀκούοντασ, μὴ ἀκούοντι δὲ τῶν λαλούντων. (Plutarch, De garrulitate, section 1 1:5)
- οὐκ ἂν δυναίμην μὴ στέγοντα πιμπλάναι, σοφοὺσ ἐπαντλῶν ἀνδρὶ μὴ σοφῷ λόγουσ δικαιότερον ἄν τισ εἴποι πρὸσ τὸν ἀδόλεσχον οὐκ ἂν δυναίμην μὴ δεχόμενον πιμπλάναι, σοφοὺσ ἐπαντλῶν ἀνδρὶ μὴ σοφῷ λόγουσ· (Plutarch, De garrulitate, section 1 4:1)
- τῷ δ’ ἑτέρῳ τὰ μὲν νάματα, ὥσπερ καὶ ἐκείνῳ, δυνατὰ μὲν πορίζεσθαι, χαλεπὰ δέ, τὰ δ’ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, ἀναγκάζοιτο δ’ ἀεὶ καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν πιμπλάναι αὐτά, ἢ τὰσ ἐσχάτασ λυποῖτο λύπασ· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 284:2)
Synonyms
-
I fill
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
I fill full
-
I fill an office