πίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πίμπλημι
πλήσω
ἔπλησα
πέπληκα
πέπλησμαι
ἐπλήσθην
Structure:
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- I fill; (with genitive or dative) I fill with
- I fill full, satisfy, glut
- I fill an office
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τοῦτον τὸν λόγον ἀκούσασ ὁ Σαρπηδών, ἅμα δὲ καὶ τὸ βλέμμα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πιμπλάμενον ὀργῆσ καὶ μένουσ κατιδών, οὕτωσ ἔδεισεν ὥστε τὸ λοιπὸν ἤδη προσέχειν ἀκριβῶσ καὶ παραφυλάττειν, μή τι τολμήσῃ παραβολώτερον. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 3 4:1)
- ὁρῶν δὲ τὸ μὲν ἄστυ πιμπλάμενον ἀνθρώπων ἀεὶ συρρεόντων πανταχόθεν ἐπ’ ἀδείασ εἰσ τὴν Ἀττικήν, τὰ δὲ πλεῖστα τῆσ χώρασ ἀγεννῆ καὶ φαῦλα, τοὺσ δὲ χρωμένουσ τῇ θαλάττῃ μηδὲν εἰωθότασ εἰσάγειν τοῖσ μηδὲν ἔχουσιν ἀντιδοῦναι, πρὸσ τὰσ τέχνασ ἔτρεψε τοὺσ πολίτασ, καὶ νόμον ἔγραψεν υἱῷ τρέφειν τὸν πατέρα μὴ διδαξάμενον τέχνην ἐπάναγκεσ μὴ εἶναι. (Plutarch, , chapter 22 1:1)
- τοιαῦται γὰρ ἦσαν αἱ διαλύσεισ καὶ πάλιν συνδρομαὶ τῶν ἀνθρώπων ὥστε πολλάκισ μόνον πλανᾶσθαι τὸν Σερτώριον, πολλάκισ δὲ αὖθισ ἐπιέναι μυριάσι πεντεκαίδεκα στρατιᾶσ, ὥσπερ χειμάρρουν ἐξαίφνησ πιμπλάμενον. (Plutarch, Pompey, chapter 19 4:2)
- εἰ ἐνθυμοῖο ὅτι τὸ βίᾳ κατεχόμενον τότε ἐν ταῖσ οἰκείαισ συμφοραῖσ καὶ πεπεινηκὸσ τοῦ δακρῦσαί τε καὶ ἀποδύρασθαι ἱκανῶσ καὶ ἀποπλησθῆναι, φύσει ὂν τοιοῦτον οἱο͂ν τούτων ἐπιθυμεῖν, τότ’ ἐστὶν τοῦτο τὸ ὑπὸ τῶν ποιητῶν πιμπλάμενον καὶ χαῖρον· (Plato, Republic, book 10 277:1)
Synonyms
-
I fill
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
I fill full
-
I fill an office