πίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πίμπλημι
πλήσω
ἔπλησα
πέπληκα
πέπλησμαι
ἐπλήσθην
Structure:
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- I fill; (with genitive or dative) I fill with
- I fill full, satisfy, glut
- I fill an office
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐφθάρη δὲ ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίασ. (Septuagint, Liber Genesis 6:11)
- καὶ εἶπε Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῷ Νῶε. καιρὸσ παντὸσ ἀνθρώπου ἥκει ἐναντίον μου, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίασ ἀπ̓ αὐτῶν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ καταφθείρω αὐτοὺσ καὶ τὴν γῆν. (Septuagint, Liber Genesis 6:13)
- Καὶ ἐκάλυψεν ἡ νεφέλη τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, καὶ δόξησ Κυρίου ἐπλήσθη ἡ σκηνή. (Septuagint, Liber Exodus 40:28)
- καὶ ἐγένετο πρωί̈ ἀναβαινούσησ τῆσ θυσίασ καὶ ἰδοὺ ὕδατα ἤρχοντο ἐξ ὁδοῦ Ἐδώμ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ὕδατοσ. (Septuagint, Liber II Regum 3:20)
- καὶ ἀπέστειλεν Ιου ἐν παντὶ Ισραηλ λέγων Καὶ νῦν πάντεσ οἱ δοῦλοι τοῦ Βααλ καὶ πάντεσ οἱ ἱερεῖσ αὐτοῦ καὶ πάντεσ οἱ προφῆται αὐτοῦ, μηδεὶσ ἀπολειπέσθω, ὅτι θυσίαν μεγάλην ποιῶ. ὃσ ἂν ἀπολειφθῇ, οὐ ζήσεται. καὶ ἦλθον πάντεσ οἱ δοῦλοι τοῦ Βααλ καὶ πάντεσ οἱ ἱερεῖσ αὐτοῦ καὶ πάντεσ οἱ προφῆται αὐτοῦ. οὐ κατελείφθη ἀνήρ, ὃσ οὐ παρεγένετο. καὶ εἰσῆλθον εἰσ τὸν οἶκον τοῦ Βααλ, καὶ ἐπλήσθη ὁ οἶκοσ τοῦ Βααλ στόμα εἰσ στόμα. (Septuagint, Liber II Regum 10:21)
Synonyms
-
I fill
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
I fill full
-
I fill an office