πίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πίμπλημι
πλήσω
ἔπλησα
πέπληκα
πέπλησμαι
ἐπλήσθην
Structure:
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- I fill; (with genitive or dative) I fill with
- I fill full, satisfy, glut
- I fill an office
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὡσ δ’ ἐγγὺσ ἐγένοντο καὶ σημεῖον ἤρθη παρὰ τοῦ στρατηγοῦ, πρῶτον μὲν ἐπίμπλαντο φθογγῆσ βαρείασ καὶ βρόμου φρικώδουσ τὸ πεδίον. (Plutarch, chapter 23 6:3)
- ταχὺ δὲ καὶ θάρσουσ ἐκ τῆσ μεταβολῆσ ἐπίμπλαντο. (Appian, The Foreign Wars, chapter 13 4:6)
- οἱ δ’ ἐμβαλεῖν μὲν αὐταῖσ οὐκ ἐτόλμων διὰ τὸ πῦρ, κύκλῳ δ’ αὐτὰσ περιπλέοντεσ ἐνέκλινόν τε καὶ θαλάσσησ ἐπίμπλαντο καὶ ἐσ τὰσ ἐπωτίδασ ἐτύπτοντο, μέχρι Ῥοδίασ νεὼσ ἐσ Σιδονίαν ἐμβαλούσησ, καὶ τῆσ πληγῆσ εὐτόνου γενομένησ, ἄγκυρα ἐκπίπτουσα τῆσ Σιδονίασ ἐσ τὴν Ῥοδίαν ἐπάγη τε καὶ συνέδησεν ἄμφω πρὸσ ἀλλήλασ, ὅθεν ἦν ὁ ἀγὼν ἀτρεμούντων τῶν σκαφῶν τοῖσ ἐπιβάταισ ὥσπερ ἐν γῇ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5 5:4)
- διὸ καὶ φρονήματοσ ἐπίμπλαντο Θηβαῖοι, καὶ τὴν ἀνδρείαν εἶχον μᾶλλον περιβόητον, καὶ φανεροὶ καθειστήκεισαν ἀμφισβητήσοντεσ τῆσ τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίασ. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 35 16:1)
Synonyms
-
I fill
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
I fill full
-
I fill an office