헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πηλός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πηλός πηλοῦ

형태분석: πηλ (어간) + ος (어미)

  1. 토양, 흙, 땅
  2. 진흙, 늪, 토양, 거름, 진창
  1. clay, earth
  2. mud, mire, lutum, coenum

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πηλός

토양이

πηλώ

토양들이

πηλοί

토양들이

속격 πηλοῦ

토양의

πηλοῖν

토양들의

πηλῶν

토양들의

여격 πηλῷ

토양에게

πηλοῖν

토양들에게

πηλοῖς

토양들에게

대격 πηλόν

토양을

πηλώ

토양들을

πηλούς

토양들을

호격 πηλέ

토양아

πηλώ

토양들아

πηλοί

토양들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίασ καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύοσ καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺσ πόδασ μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου (Septuagint, Liber Psalmorum 39:3)

    (70인역 성경, 시편 39:3)

  • σῶσόν με ἀπὸ πηλοῦ, ἵνα μὴ ἐμπαγῶ. ῥυσθείην ἐκ τῶν μισούντων με καὶ ἐκ τῶν βαθέων τῶν ὑδάτων. (Septuagint, Liber Psalmorum 68:15)

    (70인역 성경, 시편 68:15)

  • τοὺσ δὲ κατοικοῦντασ οἰκίασ πηλίνασ, ἐξ ὧν καὶ αὐτοὶ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἐσμεν, ἔπαισεν αὐτοὺσ σητὸσ τρόπον. (Septuagint, Liber Iob 4:19)

    (70인역 성경, 욥기 4:19)

  • ἐκ πηλοῦ διήρτισαι σὺ ὡσ καὶ ἐγώ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ διηρτίσμεθα. (Septuagint, Liber Iob 33:6)

    (70인역 성경, 욥기 33:6)

  • Καὶ γὰρ κεραμεὺσ ἁπαλὴν γῆν θλίβων ἐπίμοχθον πλάσσει πρὸσ ὑπηρεσίαν ἡμῶν ἓν ἕκαστον. ἀλλ̓ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἀνεπλάσατο τά τε τῶν καθαρῶν ἔργων δοῦλα σκεύη τά τε ἐναντία, πάνθ̓ ὁμοίωσ. τούτων δὲ ἑκατέρου τίσ ἑκάστῳ ἐστὶν ἡ χρῆσισ, κριτὴσ ὁ πηλουργόσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 15:7)

    (70인역 성경, 지혜서 15:7)

유의어

  1. 토양

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION