- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψάμμος?

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: psammos 고전 발음: [삼모] 신약 발음: [삼모]

기본형: ψάμμος ψάμμου

형태분석: ψαμμ (어간) + ος (어미)

어원: Both ψάμμος and ψάμαθος sometimes drop ψ and become ἄμμος, ἄμαθος.

  1. 모래, 티끌
  2. 사막, 황무지
  1. sand
  2. something worthless
  3. metallic ore used by alchemists
  4. desert

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ψάμμος

모래가

ψάμμω

모래들이

ψάμμοι

모래들이

속격 ψάμμου

모래의

ψάμμοιν

모래들의

ψάμμων

모래들의

여격 ψάμμῳ

모래에게

ψάμμοιν

모래들에게

ψάμμοις

모래들에게

대격 ψάμμον

모래를

ψάμμω

모래들을

ψάμμους

모래들을

호격 ψάμμε

모래야

ψάμμω

모래들아

ψάμμοι

모래들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδὲ ὡμοίωσα αὐτῇ λίθον ἀτίμητον, ὅτι ὁ πᾶς χρυσὸς ἐν ὄψει αὐτῆς ψάμμος ὀλίγη, καὶ ὡς πηλὸς λογισθήσεται ἄργυρος ἐναντίον αὐτῆς. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:9)

    (70인역 성경, 지혜서 7:9)

  • Τῆς Λιβύης τὰ νότια ψάμμος ἐστὶ βαθεῖα καὶ γῆ διακεκαυμένη, ἔρημος ἐπὶ πολύ, ἀκριβῶς ἄκαρπος, πεδινὴ ἅπασα, οὐ χλόην οὐ πόαν οὐ φυτὸν οὐχ ὕδωρ ἔχουσα, ἢ εἴ που ἄρα ἐν κοίλοις συνεστηκὸς ὑετοῦ ὀλίγου λείψανον, παχὺ καὶ τοῦτο καὶ δυσῶδες, οὐδὲ πάνυ διψῶντι ἀνθρώπῳ πότιμον. (Lucian, Dipsades 1:1)

    (루키아노스, Dipsades 1:1)

  • καὶ τὸ θάλπος δὲ αὐτὸ καὶ ὁ ἀὴρ κομιδῇ πυρώδης καὶ φλογερὸς ὢν καὶ ἡ ψάμμος ὑπερζέουσα παντελῶς ἄβατον τὴν χώραν τίθησι. (Lucian, Dipsades 1:4)

    (루키아노스, Dipsades 1:4)

  • Γαράμαντες μόνοι πρόσοικοι ὄντες, εὐσταλὲς καὶ κοῦφον ἔθνος, ἄνθρωποι σκηνῖται, ἀπὸ θήρας τὰ πολλὰ ζῶντες, ἐνίοτε οὗτοι ἐσβάλλουσι θηράσοντες ἀμφὶ τροπὰς τὰς χειμερινὰς μάλιστα, ὑόντα τὸν θεὸν τηρήσαντες, ὁπότε τὸ πολὺ τοῦ καύματος σβεσθείη καὶ ἡ ψάμμος νοτισθείη καὶ ἀμηέπη βατὴ γένοιτο. (Lucian, Dipsades 2:1)

    (루키아노스, Dipsades 2:1)

  • καὶ ὅμως οἱ Γαράμαντες ἐπειδὰν τὰ σιτία καταναλώσωσιν ἅπερ ἔχοντες ἀφίκοντο, ἀπελαύνουσιν ὀπίσω εὐθὺς δεδιότες μὴ σφίσιν ἡ ψάμμος ἀναφλεγεῖσα δύσβατος καὶ ἄπορος γένηται, εἶτα ὥσπερ ἐντὸς ἀρκύων ληφθέντες καὶ αὐτοὶ ἀπόλωνται μετὰ τῆς ἄγρας: (Lucian, Dipsades 3:3)

    (루키아노스, Dipsades 3:3)

유의어

  1. 모래

  2. something worthless

  3. 사막

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION