πέσσω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πέσσω
πέψω
ἔπεψα
πέπεμμαι
ἐπέφθην
Structure:
πέσς
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I soften, ripen
- I boil, cook, bake
- I digest
- (figuratively) I brood
- (of diseases)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὀδύναι δὲ καὶ καῦμα καὶ φλογμὸσ ἔσχατοσ κατέχει μέχρι τινόσ, μέχρι ἂν τὰ Ῥεύματα πεφθῇ καὶ γένηται παχύτερα καὶ λήμη ἀπ’ αὐτῶν ᾖ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xix.2)
- ὡσ γὰρ κἀκεῖνα δέδεικται ποιοτήτων μεταβολῇ γιγνόμενα, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ ἐν τῇ γαστρὶ πέψισ τῶν σιτίων εἰσ τὴν οἰκείαν ἐστὶ τῷ τρεφομένῳ ποιότητα μεταβολὴ καὶ ὅταν γε πεφθῇ τελέωσ, ἀνοίγνυται μὲν τηνικαῦτα τὸ κάτω στόμα, διεκπίπτει δ’ αὐτοῦ τὰ σιτία Ῥᾳδίωσ, εἰ καὶ πλῆθόσ τι μεθ’ ἑαυτῶν ἔχοντα τύχοι λίθων ἢ ὀστῶν ἢ γιγάρτων ἤ τινοσ ἄλλου χυλωθῆναι μὴ δυναμένου. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 420)
- Πρὸσ τὰσ περιωδυνίασ‧ χαλκίτιδοσ δραχμὴ, σταφυλῆσ‧ ὁκόταν δυσὶν ἡμέρῃσι πεφθῇ, ἐκπιέσασ, σμύρναν καὶ κρόκον τρίψασ, καὶ ξυμμίξασ τὸ γλεῦκοσ, ἕψησον ἐν τῷ ἡλίῳ, καὶ τούτῳ ὑπάλειφε τοὺσ περιωδυνέοντασ‧ ἔστω δὲ ἐν χαλκῷ ἀγγείῳ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 34.1)
- οὐδὲν γὰρ αὐτῶν ἕν ἐστιν, ἀλλ’ οἱο͂ν σωρόσ, πρὶν ἢ πεφθῇ καὶ γένηταί τι ἐξ αὐτῶν ἕν. (Aristotle, Metaphysics, Book 7 247:3)
Synonyms
-
I soften
-
I digest
Derived
- καταπέσσω (to boil down, to digest food, to digest)
- περιπέσσω (to bake all over, to crust or cover over, cook up)