Ancient Greek-English Dictionary Language

περικομίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περικομίζω περικομίσω

Structure: περι (Prefix) + κομίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to carry round, to go round

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικομίζω περικομίζεις περικομίζει
Dual περικομίζετον περικομίζετον
Plural περικομίζομεν περικομίζετε περικομίζουσιν*
SubjunctiveSingular περικομίζω περικομίζῃς περικομίζῃ
Dual περικομίζητον περικομίζητον
Plural περικομίζωμεν περικομίζητε περικομίζωσιν*
OptativeSingular περικομίζοιμι περικομίζοις περικομίζοι
Dual περικομίζοιτον περικομιζοίτην
Plural περικομίζοιμεν περικομίζοιτε περικομίζοιεν
ImperativeSingular περικόμιζε περικομιζέτω
Dual περικομίζετον περικομιζέτων
Plural περικομίζετε περικομιζόντων, περικομιζέτωσαν
Infinitive περικομίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικομιζων περικομιζοντος περικομιζουσα περικομιζουσης περικομιζον περικομιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικομίζομαι περικομίζει, περικομίζῃ περικομίζεται
Dual περικομίζεσθον περικομίζεσθον
Plural περικομιζόμεθα περικομίζεσθε περικομίζονται
SubjunctiveSingular περικομίζωμαι περικομίζῃ περικομίζηται
Dual περικομίζησθον περικομίζησθον
Plural περικομιζώμεθα περικομίζησθε περικομίζωνται
OptativeSingular περικομιζοίμην περικομίζοιο περικομίζοιτο
Dual περικομίζοισθον περικομιζοίσθην
Plural περικομιζοίμεθα περικομίζοισθε περικομίζοιντο
ImperativeSingular περικομίζου περικομιζέσθω
Dual περικομίζεσθον περικομιζέσθων
Plural περικομίζεσθε περικομιζέσθων, περικομιζέσθωσαν
Infinitive περικομίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικομιζομενος περικομιζομενου περικομιζομενη περικομιζομενης περικομιζομενον περικομιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικομίσω περικομίσεις περικομίσει
Dual περικομίσετον περικομίσετον
Plural περικομίσομεν περικομίσετε περικομίσουσιν*
OptativeSingular περικομίσοιμι περικομίσοις περικομίσοι
Dual περικομίσοιτον περικομισοίτην
Plural περικομίσοιμεν περικομίσοιτε περικομίσοιεν
Infinitive περικομίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικομισων περικομισοντος περικομισουσα περικομισουσης περικομισον περικομισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικομίσομαι περικομίσει, περικομίσῃ περικομίσεται
Dual περικομίσεσθον περικομίσεσθον
Plural περικομισόμεθα περικομίσεσθε περικομίσονται
OptativeSingular περικομισοίμην περικομίσοιο περικομίσοιτο
Dual περικομίσοισθον περικομισοίσθην
Plural περικομισοίμεθα περικομίσοισθε περικομίσοιντο
Infinitive περικομίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικομισομενος περικομισομενου περικομισομενη περικομισομενης περικομισομενον περικομισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to carry round

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION