고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: περικομίζω περικομίσω
Structure: περι (Prefix) + κομίζ (Stem) + ω (Ending)
Active | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | περικομίσω | περικομίσεις | περικομίσει |
Dual | περικομίσετον | περικομίσετον | ||
Plural | περικομίσομεν | περικομίσετε | περικομίσουσιν* | |
Optative | Singular | περικομίσοιμι | περικομίσοις | περικομίσοι |
Dual | περικομίσοιτον | περικομισοίτην | ||
Plural | περικομίσοιμεν | περικομίσοιτε | περικομίσοιεν | |
Infinitive | περικομίσειν | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
περικομισων περικομισοντος | περικομισουσα περικομισουσης | περικομισον περικομισοντος | ||
Middle | ||||
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | περικομίσομαι | περικομίσει, περικομίσῃ | περικομίσεται |
Dual | περικομίσεσθον | περικομίσεσθον | ||
Plural | περικομισόμεθα | περικομίσεσθε | περικομίσονται | |
Optative | Singular | περικομισοίμην | περικομίσοιο | περικομίσοιτο |
Dual | περικομίσοισθον | περικομισοίσθην | ||
Plural | περικομισοίμεθα | περικομίσοισθε | περικομίσοιντο | |
Infinitive | περικομίσεσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
περικομισομενος περικομισομενου | περικομισομενη περικομισομενης | περικομισομενον περικομισομενου |
Active | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | περιεκόμιζον | περιεκόμιζες | περιεκόμιζεν* |
Dual | περιεκομίζετον | περιεκομιζέτην | ||
Plural | περιεκομίζομεν | περιεκομίζετε | περιεκόμιζον | |
Middle/Passive | ||||
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | περιεκομιζόμην | περιεκομίζου | περιεκομίζετο |
Dual | περιεκομίζεσθον | περιεκομιζέσθην | ||
Plural | περιεκομιζόμεθα | περιεκομίζεσθε | περιεκομίζοντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기