헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιέργω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιέργω

형태분석: περι (접두사) + έ̓ργ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둘러싸다, 포위하다, 에워싸다, 봉쇄하다
  1. to inclose all round, encompass, enclosed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέργω

(나는) 둘러싼다

περιέργεις

(너는) 둘러싼다

περιέργει

(그는) 둘러싼다

쌍수 περιέργετον

(너희 둘은) 둘러싼다

περιέργετον

(그 둘은) 둘러싼다

복수 περιέργομεν

(우리는) 둘러싼다

περιέργετε

(너희는) 둘러싼다

περιέργουσιν*

(그들은) 둘러싼다

접속법단수 περιέργω

(나는) 둘러싸자

περιέργῃς

(너는) 둘러싸자

περιέργῃ

(그는) 둘러싸자

쌍수 περιέργητον

(너희 둘은) 둘러싸자

περιέργητον

(그 둘은) 둘러싸자

복수 περιέργωμεν

(우리는) 둘러싸자

περιέργητε

(너희는) 둘러싸자

περιέργωσιν*

(그들은) 둘러싸자

기원법단수 περιέργοιμι

(나는) 둘러싸기를 (바라다)

περιέργοις

(너는) 둘러싸기를 (바라다)

περιέργοι

(그는) 둘러싸기를 (바라다)

쌍수 περιέργοιτον

(너희 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

περιεργοίτην

(그 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

복수 περιέργοιμεν

(우리는) 둘러싸기를 (바라다)

περιέργοιτε

(너희는) 둘러싸기를 (바라다)

περιέργοιεν

(그들은) 둘러싸기를 (바라다)

명령법단수 περιέργε

(너는) 둘러싸라

περιεργέτω

(그는) 둘러싸라

쌍수 περιέργετον

(너희 둘은) 둘러싸라

περιεργέτων

(그 둘은) 둘러싸라

복수 περιέργετε

(너희는) 둘러싸라

περιεργόντων, περιεργέτωσαν

(그들은) 둘러싸라

부정사 περιέργειν

둘러싸는 것

분사 남성여성중성
περιεργων

περιεργοντος

περιεργουσα

περιεργουσης

περιεργον

περιεργοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέργομαι

(나는) 둘러싸여진다

περιέργει, περιέργῃ

(너는) 둘러싸여진다

περιέργεται

(그는) 둘러싸여진다

쌍수 περιέργεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여진다

περιέργεσθον

(그 둘은) 둘러싸여진다

복수 περιεργόμεθα

(우리는) 둘러싸여진다

περιέργεσθε

(너희는) 둘러싸여진다

περιέργονται

(그들은) 둘러싸여진다

접속법단수 περιέργωμαι

(나는) 둘러싸여지자

περιέργῃ

(너는) 둘러싸여지자

περιέργηται

(그는) 둘러싸여지자

쌍수 περιέργησθον

(너희 둘은) 둘러싸여지자

περιέργησθον

(그 둘은) 둘러싸여지자

복수 περιεργώμεθα

(우리는) 둘러싸여지자

περιέργησθε

(너희는) 둘러싸여지자

περιέργωνται

(그들은) 둘러싸여지자

기원법단수 περιεργοίμην

(나는) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιέργοιο

(너는) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιέργοιτο

(그는) 둘러싸여지기를 (바라다)

쌍수 περιέργοισθον

(너희 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιεργοίσθην

(그 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

복수 περιεργοίμεθα

(우리는) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιέργοισθε

(너희는) 둘러싸여지기를 (바라다)

περιέργοιντο

(그들은) 둘러싸여지기를 (바라다)

명령법단수 περιέργου

(너는) 둘러싸여져라

περιεργέσθω

(그는) 둘러싸여져라

쌍수 περιέργεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여져라

περιεργέσθων

(그 둘은) 둘러싸여져라

복수 περιέργεσθε

(너희는) 둘러싸여져라

περιεργέσθων, περιεργέσθωσαν

(그들은) 둘러싸여져라

부정사 περιέργεσθαι

둘러싸여지는 것

분사 남성여성중성
περιεργομενος

περιεργομενου

περιεργομενη

περιεργομενης

περιεργομενον

περιεργομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περίηργον

(나는) 둘러싸고 있었다

περίηργες

(너는) 둘러싸고 있었다

περίηργεν*

(그는) 둘러싸고 있었다

쌍수 περιῆργετον

(너희 둘은) 둘러싸고 있었다

περιήργετην

(그 둘은) 둘러싸고 있었다

복수 περιῆργομεν

(우리는) 둘러싸고 있었다

περιῆργετε

(너희는) 둘러싸고 있었다

περίηργον

(그들은) 둘러싸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιήργομην

(나는) 둘러싸여지고 있었다

περιῆργου

(너는) 둘러싸여지고 있었다

περιῆργετο

(그는) 둘러싸여지고 있었다

쌍수 περιῆργεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지고 있었다

περιήργεσθην

(그 둘은) 둘러싸여지고 있었다

복수 περιήργομεθα

(우리는) 둘러싸여지고 있었다

περιῆργεσθε

(너희는) 둘러싸여지고 있었다

περιῆργοντο

(그들은) 둘러싸여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ δ’ ἄλλαι περίεργοι ἔμοιγ’ εἰσὶν διὰ παντὸσ σκευασίαι γλοιῶν καταχύσματα καὶ κατάτυρα καὶ κατέλαια λίαν, ὥσπερ γαλεοψοποιούντων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 61 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 61 1:2)

  • οἱ πλείουσ δὴ τῶν πρὸσ τὸν οἰκεῖον βίον ἱκανῶν περίεργοι καὶ ἐμπόδιοι πρὸσ τὸ καλῶσ ζῆν· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 9 126:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 9 126:1)

  • "καὶ γὰρ αἱ γυναῖκεσ φυκούμεναι καὶ μυριζόμεναι καὶ χρυσὸν φοροῦσαι καὶ πορφύραν περίεργοι δοκοῦσι· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 5:13)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 6, 5:13)

  • ‐ ἀλλὰ ᾅσματα γυναικῶν καὶ κρούματα ὀρχηστῶν καὶ παροινίασ τερετισμάτων ὥσπερ κακοὶ καὶ περίεργοι μάγειροι συντρίψαντεσ ἰδιώτασ καὶ λίχνουσ ἀκροατὰσ κινοῦσιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 82:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 82:1)

  • τίσ, καθ’ ἣν περίεργοι καὶ πευθῆνεσ ἢ πάλιν ἀκίνητοι ὑπὸ λόγου; (Epictetus, Works, book 2, 10:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 10:1)

유의어

  1. 둘러싸다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION