- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέμπε?

수사; 이형 로마알파벳 전사: pempe 고전 발음: [뻼뻬] 신약 발음: [뺌빼]

기본형: πέμπε

  1. (Aeolic) Alternative form of πέντε ‎(pénte)

예문

  • - πέμπε φίλους ἰέναι ποτὶ σὸν λόχον, ἁρμόσατε ψαλίοις ἵππους. (Euripides, Rhesus, choral, strophe 13)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 13)

  • αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν, εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργεϊφόντην δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον: (Hesiod, Works and Days, Book WD 13:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 13:1)

  • δράσας δὲ ταῦτα πέμπε γῆς ἔξω νεκρούς. (Euripides, Suppliants, episode 1:6)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:6)

  • καὶ πέμπε, κἂν μὴ τἀμά σοι πρόθυμά γ ᾖ, ὤθει βιαίως: (Euripides, The Trojan Women, episode, iambic 1:8)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, iambic 1:8)

  • "ἀλλὰ πρὸς τῆς Ἑστίας, ὦ Ἀρισταίνετε, πέμπε ὡς τάχιστα τῶν ἀπαρχῶν, μὴ καὶ φθάσῃ ὁ πρεσβύτης ὑπὸ λιμοῦ ὥσπερ ὁ Μελέαγρος ἀπομαρανθείς. (Lucian, Symposium, (no name) 31:3)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 31:3)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION