πέλτη
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πέλτη
형태분석:
πελτ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 목표, 과녁
- 몸체, 몸
- 기둥, 폴란드인, 극점
- a small light shield, without a rim, a target
- a body of
- a horse's ornament
- a shaft, pole
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ πάντεσ ἥξουσιν ἐπὶ σὲ ἀπὸ βορρᾶ, ἅρματα καὶ τροχοὶ μετ’ ὄχλου λαῶν, θυρεοὶ καὶ πέλται, καὶ βαλοῦσι φυλακὴν ἐπὶ σὲ κύκλῳ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 23:24)
(70인역 성경, 에제키엘서 23:24)
- καὶ συνάξω σε καὶ πᾶσαν τὴν δύναμίν σου, ἵππουσ καὶ ἱππεῖσ ἐνδεδυμένουσ θώρακασ πάντασ, συναγωγῇ πολλῇ, πέλται καὶ περικεφαλαῖαι καὶ μάχαιραι, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 38:4)
(70인역 성경, 에제키엘서 38:4)
- ἐν δὲ τῇσιν ἀριστερῇσι πέλται εἰσὶν αὐτοῖσιν ὠμοβόιναι, στεινότεραι μὲν ἢ κατὰ τοὺσ φορέοντασ, μήκεϊ δὲ οὐ πολλὸν ἀποδέουσαι. (Arrian, Indica, chapter 16 8:1)
(아리아노스, Indica, chapter 16 8:1)
- καὶ Κρητικαὶ πέλται καὶ Θρᾴκια γέρρα καὶ φαρέτραι μετὰ ἱππικῶν ἀναμεμιγμέναι χαλινῶν, καὶ ξίφη γυμνὰ διὰ τούτων παρανίσχοντα καὶ σάρισαι παραπεπηγυῖαι, σύμμετρον ἐχόντων χάλασμα τῶν ὅπλων, ὥστε τήν πρὸσ ἄλληλα κροῦσιν ἐν τῷ διαφέρεσθαι τραχὺ καὶ φοβερὸν ὑπηχεῖν, καὶ μηδὲ νενικημένων ἄφοβον εἶναι τήν ὄψιν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 32 4:1)
(플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 32 4:1)
- καλλίω δὲ καὶ τὰ λάφυρα πομπευόμενα παρεῖχεν ὄψιν, Ἑλληνικὰ κράνη καὶ πέλται Μακεδονικαὶ καὶ σάρισαι. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 14 1:1)
(플루타르코스, Titus Flamininus, chapter 14 1:1)
유의어
-
목표
-
몸체
- σῶμα (몸체, 몸)
- σκήνωμα (몸체, 몸)
- σκῆνος (몸체, 몸)
- σάρξ (몸체, 몸)
- ἀγγεῖον (몸체, 몸)
- περιφέρεια (a round body)
- ὀδύνη (pain of body)
- δορυφόρημα (a body of guards)
- σῶμα (시체, 사체)
- νεότης (젊음, 젊은이, 청년)
- πεμπάς ([[pentas|]])
- σωμάτιον (a poor body)
- ῥέθος (몸체, 몸, 육체)
- πολῑτείᾱ (the body of citizens)
- χιλιοστύς (a body of a thousand)
- διακονίᾱ (body of servants)
- ἐννεάς (a body of nine)
- αἰχμαλωσία (속박, 감금)
-
a horse's ornament
-
기둥